μάγκας
Greek Monolingual
ο, θηλ. μάγκισσα
1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση του 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα
2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και μικρολωποδυσίες ή μικροαπάτες, αλητόπαιδο, χαμίνι, χασομέρης
3. ψευτοπαλικαράς, νταής («πολύ τον μάγκα μάς κάνεις και δεν σού πάει»)
4. κατεργάρης, διεφθαρμένος, μπερμπάντης
5. επιτήδειος στη διεξαγωγή διαφόρων υποθέσεων, καπάτσος («ήταν μάγκας και γι' αυτό τά κατάφερε»)
6. έξυπνος, τίμιος, με σωστή και αντρίκια συμπεριφορά, μπεσαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θηλ. μάγκα με αλλαγή γένους (πρβλ. η μαλάκα: ο μαλάκας)].