μαλλιαρός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μαλλιαρός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχοςμαλλιαρός σκύλος»)
νεοελλ.
ως ουσ.
1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς της ακραίας δημοτικής γλώσσας
2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή
α) η ακραία δημοτική γλώσσα
β) μικρή πέτρα ή βότσαλο στα ρηχά νερά πετρώδους ακτής, με την επιφάνεια σκεπασμένη από φύκια ή άλλα είδη της θαλάσσιας χλωρίδας, που κατά παλαιό έθιμο έφερναν στο σπίτι την Πρωτομαγιά για γούρι
μσν.
(για τόπο) μτφ. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, κατάφυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. -αρός (πρβλ. ανιαρός). Η λ. αποδόθηκε ως προσωνυμία στους οπαδούς της ακραίας δημοτικής γλώσσας από το γεγονός ότι οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές είχαν μακριά μαλλιά].