μοιράδι
Greek Monolingual
το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν)
1. τεμάχιο γης, φέουδο
2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό
3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου
νεοελλ.
παροιμ. «του συντρόφου το μοιράδι δεν το χάνει η συντροφιά» — λέγεται για να δηλώσει πως οτιδήποτε επιτελείται από άτομο το οποίο είναι μέλος μια ομάδας ωφελεί όλα τα μέλη αυτής της ομάδας
μσν.
1. (για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία
2. ανταμοιβή
3. δωρεά
4. φρ. α) «ἐκ τὸ μεράδιν μου» — εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου
β) «ἔχω μοιράδι σὲ κάποιον»
i) συνδέομαι με κάποιον, είμαι οικείος
ii) απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος
δ) «δέν ἔχω στὴ γῆ μοιράδι»
i) δεν έχω δικαίωμα στα αγαθά της γης
ii) είμαι δυστυχής
ε) «στήνω καλόν μοιράδιν» — αποκτώ αξιόλογη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -άδιον (βλ. και μεράδι)].