νέκρωση

Greek Monolingual

η (ΑΜ νέκρωσις) νεκρώ
1. διακοπή της ζωής, θανάτωση
2. νεκρική κατάσταση, θάνατος
3. μτφ. αμβλύτητα, παράλυση, μαρασμός, απονέκρωση («νέκρωσιν χρὴ νοεῖν ψυχῆς τὴν κακοπραγίαν, οὐ τὸν εἰς τὸ μὴ εἶναι ἀφανισμόν», (Ισιδ. Πηλ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ιατρ.) φυσικοχημικός μετασχηματισμός της ζώας ύλης, ο οποίος καταλήγει στον θάνατο
2. ο τοπικός θάνατος τών κυττάρων ενός ιστού, οργάνου ή ανατομικής περιοχής, ενώ ο υπόλοιπος οργανισμός εξακολουθεὶ να ζει
3. στασιμότητα, αδράνεια, νέκρα
μσν.
προσωρινή απώλεια τών αισθήσεων, λιποθυμία.