ξεβγάζω
Greek Monolingual
και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω)
παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ
νεοελλ.
κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω
2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα του κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω την υποχρέωση»)
3. βγάζω κάποιον από τη μέση, αφανίζω, θανατώνω
4. οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα, κατευοδώνω, προπέμπω κάποιον
5. συνοδεύω κάποιον για να περάσει από τόπο όπου κατοικούν εχθροί του, είμαι ξεβγαλτής
μσν.
αφαιρώ, στερώ από κάποιον κάτι.