πεζικός

English (LSJ)

πεζική, πεζικόν, (πεζός)
A on foot, π. εἰκών (opp. ἔφιππος) IG42(1).86.29 (Epid.), 5(2).432.13 (Megalop.), etc.
2 of or for a footsoldier, ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικά Pl.Lg.753b; τὸ πεζικόν = the infantry, X.Cyr.5.3.38 codd.; π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις CIG4860 (Ombi); τὰ πεζικά = the evolutions of infantry, οἱ ἀγαθοὶ τὰ πεζικά X.Cyr.1.3.15.
3 of a land force, opp. a fleet, ἥ τε πεζικὴ καὶ ἡ ναυτικὴ δύναμις Id.Mem.3.6.9, cf. Th.6.33, Din.3.10, Aeschin.3.85, Plb.2.2.4, IPE12.352.39 (Chersonesus), etc.; πεζός is v.l. and should prob. be read in all passages of early writers.
4 in prose, π. λόγων συντάξεις Vett. Val. 150.23.

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße oder zu Lande, bes. das Fußheer betreffend; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζική, Landmacht, Thuc. 6, 33. 7, 16 (Bekk. u. Krüger πεζή, vgl. Thom. Mag.); Xen. Mem. 3, 6, 9; ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικά, Plat. Legg. VI, 753 b; τὸ πεζικόν, Landheer, Xen. Cyr. 5, 3, 38; τοὺς ἀγαθοὺς τὰ πεζικά, zum Dienste zu Fuß, 1, 3, 15, vgl. 4, 3, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'infanterie ; τὸ πεζικόν XÉN infanterie ; τὰ πεζικά XÉN les exercices de l'infanterie;
2 qui concerne une armée de terre.
Étymologie: πεζός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζικός -ή -όν [πεζός] te voet, spec. infanterie-:; δύναμις... πεζική de kracht (ligt) in de infanterie Aristot. Rh. 1396a10; subst. τὸ πεζικόν de infanterie.

Russian (Dvoretsky)

πεζικός:
1 пехотный (ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικά Plat.);
2 сухопутный (στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζική Thuc.).

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΜΑ πεζός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν)
μάχιμο σώμα του στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του
αρχ.
1. οι χερσαίες δυνάμεις, σε αντιδιαστολή με τις ναυτικές, οι οποίες αποτελούνταν από βαριά οπλισμένους άνδρες, τους λεγόμενους οπλίτες που έφεραν κυρίως δόρυ και ασπίδα αλλά και ξίφος, καθώς και από ελαφρότερα οπλισμένους, τους ονομαζόμενους ψιλούς ή γυμνούς ή γυμνήτες, και οι οποίοι μάχονταν σε πυκνή τάξη, δηλαδή κατά φάλαγγα
2. αυτός που παριστάνει κάποιον πεζοπορούντα σε αντιδιαστολή με τον έφιππο («πεζικὴ εἰκών»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεζικά
οι κινήσεις, οι ελιγμοί των πεζών
4. λογοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζό λόγο, την πεζογραφία.
επίρρ...
πεζικῶς ΜΑ
πεζή, με τα πόδια.

Greek Monotonic

πεζικός: -ή, -όν (πεζικός
1. πεζός, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πεζό στρατιώτη, τὸ πεζικόν, ο πεζός στρατός, πεζικό, σε Ξεν.· τὰ πεζικά, οι επιθέσεις του πεζικού, στον ίδ.
2. όπως το πεζός, λέγεται για δύναμη ξηράς αντίθ. προς το στόλο, στον ίδ., σε Αισχίν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πεζικός: -ή, -όν, (πεζὸς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πεζὸν στρατιώτην, ὅπλα ἱππικὰ ἢ π. Πλάτ. Νόμ. 753Β· τὸ πεζικόν, ὁ πεζὸς στρατός, οἱ πεζοί, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 38· π. καὶ ἱππικαὶ δυνάμεις Συλλ. Ἐπιγρ. 4860· τὰ πεζικά, αἱ κινήσεις τῶν πεζῶν, οἱ ἑλιγμοὶ αὐτῶν, οἱ ἀγαθοὶ τὰ π. Ξεν. Κύρ. 1. 3. 15. 2) ὡσαύτως, ὡς τὸ πεζός, ἐπὶ στρατοῦ τῆς ξηρᾶς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ναυτικὴν δύναμιν, ἥ τε π. καὶ ἡ ναυτικὴ δύναμις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, πρβλ. Δείναρχ. 109. 31, Αἰσχίν. 65. 45, Πολύβ. 2. 2, 4, κτλ.· ἀλλὰ ἔχει ἀποκατασταθῇ ἡ γραφὴ πεζὸς ἐξ Ἀντιγράφ. ἔν τισι χωρίοις (οἷον Θουκ. 6. 33., 7. 16), τὸ δὲ πεζικὸς εἶναι ἴσως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀμφίβολον παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἴδε Cobet. N. LL. 341.

Middle Liddell

πεζικός, ή, όν πεζός
1. on foot, of or for a foot-soldier, τὸ πεζικόν the foot, the infantry, Xen.; τὰ π. the evolutions of infantry, Xen.
2. like πεζός, of a land force, opp. to a fleet, Xen., Aeschin., etc.

English (Woodhouse)

of foot-soldiers, of infantry