προκαθίημι
English (LSJ)
let down beforehand, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:—Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ἵημι), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
f. προκαθήσω, ao. προκαθῆκα, etc.
jeter auparavant : εἰς ταραχήν DÉM dans le trouble.
Étymologie: πρό, καθίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθίημι vooruitsturen.
Russian (Dvoretsky)
προκαθίημι:
1 ранее посылать (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);
2 высылать вперед (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);
3 заранее ввергать (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προκαθίημι: καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι εκ τών προτέρων
2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)
3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.)
4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω προηγουμένως σε μια κατάσταση («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν», Δημοσθ.)
5. φρ. «προκαθίημι τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — διαδίδω κάτι εκ τών προτέρων, διασπείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθίημι «ρίχνω, κατεβάζω»].
Greek Monotonic
προκαθίημι: μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.· προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ήσω
to let down beforehand: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to plunge the city into confusion, Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a person forward in order to deceive, Dem.