προσχώννυμι

English (LSJ)

(Plb.9.41.4, J.BJ5.5.1) and προσχωννύω (Thphr. HP 2.5.5): aor.
A προσέχωσα Hdt.2.10,99: pf. προσκέχωκα D.S.1.39:—pf. Pass. -κέχωσμαι Thphr. HP 5.8.3, Palaeph.28: aor. Pass. -εχώσθην Gp.2.24.2:—also προσχόω, 3sg. pres. προσχοῖ Th.2.102:—Pass., impf. προσεχοῦτο ib.75: part. προσχούμενος Arist.Mete.351b7; inf. προσχοῦσθαι ib. 353a8:—heap upon, especially of water, deposit mud, silt, etc.: hence,
1 ταῦτα τὰ χωρία π. form these new lands by deposition, of rivers, Hdt. 2.10: abs., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεί continually forms fresh deposits, Th. l.c.:—Pass., to be joined to the land by deposits of rivers, Thphr. HP 5.8.3.
2 choke with mud, silt up, π. τὰς ἀνωμαλίας fill up hollows, level, Plb. l.c., cf. Str.6.2.10:—Pass., ἡ θάλαττα ἐξηραίνετο προσχουμένη Arist.Mete.351b7, cf. 353a8.
II throw earth upon, J. l. c.; ἵνα αἱ ῥίζαι προσχωσθῶσι Gp.2.24.2; also, raise mounds against, μέρη τῆς πόλεως Dius ap.J.AJ8.5.3; form by a dam, τὸν.. ἀγκῶνα τοῦ Νείλου Hdt.2.99:—Pass., ᾗ προσεχοῦτο where earth was being raised up against it, Th.2.75.
III generally, heap up, in Pass., ὄρος ἐξ οὗ ἡ.. ὕλη -κέχωσται Palaeph.28.

German (Pape)

[Seite 789] (s. χώννυμι), zuschütten, bes. vom Wasser, anspülen, anschlämmen, Land neu ansetzen, Her. 2, 20; auch durch Erde, Schutt zudämmen, verschütten, 2, 99; dah. τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων, Pol. 9, 41, 4. Vgl. προσχόω. (s. χώννυμι), zuschütten, bes. vom Wasser, anspülen, anschlämmen, Land neu ansetzen, Her. 2, 20; auch durch Erde, Schutt zudämmen, verschütten, 2, 99; dah. τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων, Pol. 9, 41, 4. Vgl. προσχόω.

French (Bailly abrégé)

1 couvrir d'un amas de terre ; en parl. de l'eau former des atterrissements;
2 élever un remblai, une chaussée, une terrasse auprès.
Étymologie: πρός, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

προσχώννῡμι:
1 (о реках), наносить, образовывать наносами, (τὰ χωρία Her.);
2 заносить илом или песком (τὸν ἀγκῶνα, sc. τοῦ Νείλου Her.);
3 засыпать, выравнивать (τὰς ἀνωμαλίας τῶν τόπων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσχώννῡμι: καὶ -ύω· ἀόρ. προσέχωσα· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐνεστ. προσχόω παρὰ Θουκ. καὶ Ἀριστ. ὡς κατωτέρω· πρβλ. προχόω, προχώννυμι, ἅπερ ἀπαντῶσι συχνάκις ὡς διάφ. γραφ. Ἐπισωρεύω· μάλιστα ἐπὶ ὕδατος, καταθέτω ἰλὺν, κτλ.· ὅθεν, 1) τῶν... ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων τῶν ποταμῶν, τῶν σχηματισάντων αὐτὰ διὰ τῆς καταθέσεως ἰλύος, Ἡρόδ. 2. 10. - Παθ., συνενοῦμαι πρὸς τὴν ξηρὰν διὰ τῆς καταθέσεως ἰλύος ὑπὸ τῶν ποταμῶν, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3. 2) φράττωγεμίζω δι’ ἰλύος τὸν... ἀγκῶνα [τοῦ Νείλου] Ἡρόδ. 2. 99· πρ. τὰς ἀνωμαλίας, πληρῶ κοιλώματα, ἐπιφράττω καὶ ἐξομαλύνω, Πολύβ. 6. 41, 4, πρβλ. Στράβ. 275· ἀπολ., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεὶ, σχηματίζει ἀπαύστως νέας προσχώσεις, Θουκ. 2. 102 - Παθ., ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, πρβλ. 24. ΙΙ. ῥίπτω χῶμα πρός τι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 5. 5, 1. - Παθ., ᾗ προσεχοῦτο [τὸ τεῖχος], ἔνθα ἐρρίπτετο χῶμα πρὸς τὸ τεῖχος, Θουκ. 2. 75, ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλ. Φιλολ. σ. 698.

Greek Monotonic

προσχώννῡμι: και -ύω· αόρ. αʹ προσέχωσα· ενεστ. προσ-χόω, επίσης στον Θουκ.· συσσωρεύω επιπλέον λάσπη·
I. 1. πρ. ταῦτα τὰ χωρία, σχηματίζω, μορφοποιώ νέα εδάφη με εναπόθεση λάσπης, λέγεται για ποταμούς, σε Ηρόδ.
2. φράζω με λάσπη, γεμίζω με λάσπη, τὸν ἀγκῶνα (τοῦ Νείλου), στον ίδ.· απόλ., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεί, σχηματίζει ακατάπαυστα νέες προσχώσεις, σε Θουκ.
II. ρίχνω χώμα προς τη γη — Παθ., ᾗ προσεχοῦτο (τὸ τεῖχος), όπου ριχνόταν χώμα στον τοίχο, στον ίδ.

Middle Liddell

and -ύω aor1 προσέχωσα pres. προσ-χόω
to heap up besides:
I. πρ. ταῦτα τὰ χωρία to form these new lands by deposition, of rivers, Hdt.
2. to choke up with mud, silt up, τὸν ἀγκῶνα [τοῦ Νείλου] Hdt.: absol., ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεί continually forms fresh deposits, Thuc.
II. to throw earth against: Pass., ᾗ προσεχοῦτο [τὸ τεῖχος where [the wall had earth thrown against it, Thuc.