πρῖνος

English (LSJ)

ἡ, Arat.1047. Dsc.1.106.2 (also ὁ, Amphis 38; both ὁ and ἡ in Thphr., cf. HP3.16.1,3.6.4):—
A holm oak, Quercus ilex, Hes.Op. 436, Ar.Ra.859, Theoc.5.95, Call.Iamb.1.261.
2 kermes oak, Quercus coccifera, Eup.14, Amphis l.c.; ἡ π. τὸν φοινικοῦν κόκκον [φέρει] Thphr. HP 3.7.3, cf. Sign.45; πρίνοιο.. ἄκανθαι Arat.1122. (Heterocl. gen. πρινός is f.l. in Simon.54.)

German (Pape)

[Seite 702] ἡ, die immergrüne Eiche, Steineiche, ilex; Hes. O. 438; Ar. Ran. 858; Theocr. 5, 95; – auch die Stecheiche, ilex aquifolium; Theophr.; πρίνοιο ἀκάνθαις, Arat. Dios. 390; – u. die Scharlacheiche, welche die Scharlachbeeren, κόκκος trägt, Theophr.; dah. πρίνου ἄνθος, die Scharlachfarbe, Plut. Thes. 17, aus Simonid. (wo vulg. πρινός als gen.)

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ, qqf ὁ)
chêne vert, yeuse, arbre.
Étymologie: πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῖνος -ου, ἡ steeneik (boom).

Russian (Dvoretsky)

πρῖνος: ἡ, реже ὁ каменный дуб (Quercus ilex) Hes., Arph. etc.

Greek Monolingual

ο, η / πρῖνος, ΝΜΑ
είδος αειθαλούς δέντρου, γνωστό με τη σύγχρονη επιστημονική ονομασία Quersus coccifera και με τη λόγια ονομασία δρυς η κοκκοφόρος, κν. γνωστό σήμερα ως πουρνάρι
αρχ.
είδος αειθαλούς δέντρου, η αριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. το τοπωνύμιο Πρινασσός). Η άποψη ότι η λ. ανήκει στο πελασγικό υπόστρωμα όπως και η σύνδεσή της με το σλαβ. brinz «είδος δέντρου» δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

πρῖνος: ἡ, ὁ, αειθαλής βελανιδιά, ελαιόπρινο ή κόκκινος πρίνος, Λατ. quercus coccifera, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πρῖνος: ἡ, ὡσαύτως ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς δρῦς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι εἶδος πρίνου μετὰ ἀκανθωδῶν φύλλων οὗ ὁ καρπὸς καλεῖται ἄκυλος, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἐκ τῶν κόκκων τοῦ πρίνου ἐγίνετο βαφὴ ἐρυθρά, quercus coccifera, ἢ τὸν φοινικοῦν κόκκον φέρει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3· ἔτι καὶ νῦν καλεῖται πρινάρι ἐν Ἑλλάδι, ὅρα Sibthorp ἐν Walpole 2. σ. 237. ― Ἐν Σιμωνίδ. 23, ἔχομεν πρινὸς ἄνθος, ὅπερ ἐὰν εἶναι ὀρθόν, θὰ εἶναι ἑτερόκλ. γεν. ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. πρίν. [ῑ ἀείποτε· ἐντεῦθεν ἐν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ὁ Schäfer διώρθωσε δρυὸς ἔλυμα, γύης πρίνου, ἀντὶ πρίνου τε γύης· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 312 ἢ πρῖνον ἢ τάν..., ἡ γραφὴ εἶναι ἐφθαρμένη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.)
Meaning: holm-oak, kermes-oak, Quercus ilex, coccifera (Hes.).
Other forms: πρίνη f. id. (Eup.).
Derivatives: πριν-ίδιον n. dimin. (Ar., Ael.), -εύς m. oak grove (Erythrae IVa), -ινος made of π., hard, tough (Hes.), -ώδης π.-like, hard' (Ar.); Πρινόεσσα f. name of an island (Epeiros).
Origin: Eur. substr ?
Etymology: Unexplained. For Anatol. origin speaks the Carin PlN Πρινασσός (Carnoy Beitr. z. Namenforsch. 10, 222). "Pelasgian" etymology by Carnoy REGr. 69, 284 (to be rejected). After Machek Ling. Posn. 2, 155 to Slav. brinъ larch as loan from a connon source. Earlier, also unconvincing attempts by Bq; cf. also WP. 1, 524 and W.-Hofmann s. cerrus and cornus (w. lit.). -- Furnée 165 assumes a Pre-Roman(ce) *brin Pinus mugus (Machek), so a Eur. loan.

Middle Liddell

πρῖνος, ἡ, ὁ,
the evergreen oak, ilex, or the scarlet oak, quercus coccifera, Hes., Ar., etc.

Frisk Etymology German

πρῖνος: {prĩnos}
Forms: πρίνη f. ib. (Eup.).
Grammar: f. (m.)
Meaning: Steineiche, Kermeseiche, Quercus ilex, coccifera (seit Hes.),
Derivative: Davon πρινίδιον n. Demin. (Ar., Ael.), -εύς m. Steineichenhain (Erythrae IVa), -ινος ‘aus π. gemacht, hart, fest’ (seit Hes.), -ώδης’π.-artig, hart’ (Ar.); Πρινόεσσα f. Inselname (Epeiros).
Etymology: Unerklärt. Für kleinasiat. Herkunft spricht der karische ON Πρινασσός (Carnoy Beitr. z. Namenforsch. 10, 222). Abzulehnende "pelasgische" Etymologie bei Carnoy REGr. 69, 284. Nach Machek Ling. Posn. 2, 155 zu slav. brinъ Lärchenbaum als Entlehnung aus gemeinsamer Quelle. Frühere, ebenfalls unbefriedigende Ver- suche bei Bq; vgl. noch WP. 1, 524 und W.-Hofmann s. cerrus und cornus (m. Lit.).
Page 2,595

Mantoulidis Etymological

(=πουρνάρι, ἀειθαλής βαλανιδιά). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό πρίω (=πριονίζω).