ρευστότητα

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του ρευστού, το να βρίσκεται κάτι σε υγρά ή αέρια κατάσταση, να ρέει
2. φυσ. ο βαθμός της ευκολίας με την οποία ρέει ένα υγρό ή ρευστό («το νερό έχει μεγαλύτερη ρευστότητα από το λάδι»)
3. φυσ. η χαρακτηριστική ιδιότητα τών αέριων και τών υγρών σωμάτων να ρέουν στο εσωτερικό αγωγών
4. φυσικό μέγεθος, αντίστροφο του απόλυτου ιξώδους ενός ρευστού, το οποίο στο μετρικό σύστημα μετρείται σε μονάδες ρε
5. (οικον.) η ικανότητα μιας οικονομικής μονάδας να αντιμετωπίζει τις χρηματικές της υποχρεώσεις χωρίς να προσφεύγει σε έκτακτα μέτρα, όπως είναι η αναγκαστική ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή η σύναψη δανείου
6. μτφ. έλλειψη σταθερότητας, αστάθεια
7. φρ. (οικον.) α) «διεθνής ρευστότητα» — η ποσότητα χρυσού, τα συναλλαγματικά αποθέματα και τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα κράτος για τη χρηματοδότηση του εμπορίου
β) «ταμειακή ρευστότητα» — όρος που υποδηλώνει είτε την ικανότητα τών στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχείρησης να μετατρέπονται σε χρηματικές αξίες, είτε τη σχέση μεταξύ χρηματικών διαθέσιμων και τών άμεσων υποχρεώσεων της επιχείρησης
γ) «τραπεζική ρευστότητα» — η ρευστότητα που πρέπει να διατηρεί μια τραπεζική επιχείρηση, είτε επειδή αυτή επιβάλλεται από το νόμο, είτε από σεβασμό στις θεμελιακές τραπεζικές αρχές
δ) «προτίμηση ρευστότητας» — η αμοιβή που ζητούν οι κάτοχοι πλούτου προκειμένου να τον ανταλλάξουν με μετρητά ή τραπεζικές καταθέσεις για εξασφάλιση, ή με μη ρευστά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι τα κρατικά ομόλογα
ε) «χρηματική ρευστότητα» — η ικανότητα μιας οικονομικής μονάδας, επιχείρησης ή νοικοκυριού να αντιμετωπίζει τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός. Η λ., στον λόγιο τ. ῥευστότης, μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].