σκέτος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για πράγμ.) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία, καθαρός, αμιγής (α. «τσάι σκέτο» — τσάι χωρίς ζάχαρη
β. «σκέτο σιτάρι»)
2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, ανόθευτος, γνήσιος («σκέτο βούτυρο»)
3. αυτός που διακρίνεται για την απλότητα ή τη λιτότητά του, αυτός που δεν έχει στολίδια ή χρώματα (α. «σκέτα έπιπλα» β. «σκέτο φόρεμα»)
4. μτφ. (για πρόσ.) α) ειλικρινής και ανυπόκριτος, ντόμπρος («Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος», Σουρ.)
β) απλός στους τρόπους («έχει σκέτο χαρακτήρα»)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκέτα
(για λόγο) με τρόπο απερίφραστο
6. φρ. α) «έναν σκέτο» — παραγγελία για καφέ χωρίς ζάχαρη
β) «νέτος σκέτος»
i) ανυπόκριτος
ii) αυτός που έχει χάσει ή ξοδέψει όλα του τα χρήματα («έπαιζε χαρτιά ώς το πρωί ώσπου έμεινε νέτος σκέτος»)
γ) «νέτα σκέτα» — χωρίς περιστροφές, καθαρά.
επίρρ...
σκέτα
με τρόπο σκέτο, χωρίς τίποτε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. schietto].