σκήπτρο
Greek Monolingual
το / σκῆπτρον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱπτρον Α
πολυτελής ράβδος ως έμβλημα αξιώματος ή εξουσίας, πολιτικής ή στρατιωτικής, ιδίως όμως βασιλικής
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα σκήπτρα
υπεροχή, επικράτηση μεταξύ ομοίων («η χώρα αυτή κατέχει τα σκήπτρα του πολιτισμού»)
αρχ.
1. βακτηρία, ραβδί, μπαστούνι
2. βασιλική εξουσία, βασιλεία («ὃς... σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει», Σοφ.)
3. ράβδος τών κηρύκων, το κηρύκειον
4. είδος ράβδου την οποία παραλάμβαναν από τον κήρυκα εκείνοι που επρόκειτο να αγορεύσουν
5. η μαντική ή η ιερατική ράβδος
6. η ράβδος τών ραψωδών
7. ράβδος την οποία χρησιμοποιούσαν ως όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού («σκάπτῳ θένων σκληρὰς ἐλαίας ἔκτανεν... Λικύμνιον», Πίνδ.)
8. ράβδος την οποία ανύψωναν για να επικαλεστούν τη μαρτυρία τών θεών σε περίπτωση ορκωμοσίας ή διαμαρτυρίας («ὁ δ' ὅρκος ἦν τοῦ σκήπτρου ἐπανάτασις», Αριστοτ.)
9. φρ. α) «σκήπτρῳ προδεικνύς»
(για άνθρωπο τυφλό) εξετάζοντας τον δρόμο με τη ράβδο του, με το μπαστούνι του (Σοφ.)
β) «σκῆπτρα φωτός» — οι δύο κόρες του Οιδίποδος, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, οι οποίες τον οδηγούσαν όταν ήταν τυφλός (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ- του σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκτρον). Η λ. με αρχική σημ. «βακτηρία, μπαστούνι για στήριξη» μόνο στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την πολυτελή ράβδο ως έμβλημα εξουσίας, ιδίως βασιλικής, και επίσης τη ράβδο τών κηρύκων και τη ράβδο την οποία έπαιρναν από τον κήρυκα εκείνοι που ήθελαν να αγορεύσουν].