σκηνάω

English (LSJ)

A = σκηνέω, v.l. in X.An.7.4.12; τοῖς σκηνῶσιν the banqueters, ib.5.3.9.
II elsewhere in Med., with pf. and plpf. Pass., encamp, σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμόν Pl.R. 621a; σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ Id.Lg.866d; ἐσκηνημένοι, prob., in covered carriages (v. σκηνή III), Ar.Ach.69; τὰ.. ἱερά, ἐν οἷς ἐσκήνηντο in which they found harbourage, Th.2.52.
2 c. acc., σκηνησαμένου καλύβην having built him a hut or cottage, Id.1.133.

German (Pape)

[Seite 895] = Folgdm; im pass. oder med., σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμόν, Plat. Rep. X, 621 c; ὅτι ἐν πονηροῖς τόποις σκηνῷεν, Xen. An. 7, 4, 12.

French (Bailly abrégé)

σκηνῶ :
c. σκηνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνάω, zie σκηνέω.

Russian (Dvoretsky)

σκηνάω: σκηνέω и σκηνόω тж. med.
1 раскидывать шатер, разбивать палатки, располагаться лагерем (κατὰ τὰς κώμας, ἐν τῷ ὄρει Xen.);
2 отправляться на стоянку (εἰς τὰς κώμας Xen.);
3 располагаться, селиться (οἰκίαι, ἐν αἷς ἐσκήνησαν Thuc.; σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμόν Plat.): πόρρω ἐσκήνηται τοῦ θανάσιμος εἶναι Plat. это далеко не смертельно;
4 сколачивать, строить (καλύβην Thuc.);
5 собираться для трапезы, есть, обедать: σ. οἴκοι Xen. обедать в семейном кругу;
6 пировать: οἱ σκηνοῦντες Xen. пирующие, сотрапезники;
7 заселять: σκηνοῦν ἐρείπια Plut. селиться на развалинах.

Greek Monotonic

σκηνάω:I. το επόμ., σε Ξεν.
II. 1. αποθ., σκηνάομαι, με Παθ. παρακ. και υπερσ., κατοικώ, διαμένω, διαβιώ, κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω, σταθμεύω, σε Πλάτ.· ἐσκηνημένοι, σε σκεπασμένες άμαξες (βλ. σκηνή III), σε Αριστοφ.· ἱερά, ἐν οἷς ἐσκήνηντο, στα οποία βρήκαν άσυλο, σε Θουκ.
2. με αιτ., σκηνησάμενος καλύβην, έχτισε για τον εαυτό του ένα σπιτάκι ή μία καλύβα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνάω: σκηνέω, σκηνῶσιν, διάφορ. γραφ. ἀντὶ -οῦσιν, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 12. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ὡς ἀποθ., μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., κατοικῶ, διαμένω, σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν Πλάτ. ΠΟλ. 621Α· σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866D· ἐσκηνημένοι, πιθ., ἐν κεκαλυμμένοις ἁμαξίοις (ἴδε σκηνὴ ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 69· τά… ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο, ἐν οἷς εἶχον καταφύγει, κατασκηνώσει, Θουκ. 2. 52. 2) μετ’ αἰτ., σκηνησαμένου καλύβην, οἰκοδομήσαντος καλύβην, ὁ αὐτ. 1. 133. - Πρβλ. σκηνέω.

Middle Liddell

σκηνάω,
I. = σκηνέω, Xen.
II. σκηνάομαι Dep., with perf. and plup. pass., to dwell, live, Plat.; ἐσκηνημένοι in covered carriages (v. σκήνη III), Ar.; ἱερά, ἐν οἷς ἐσκήνηντο in which they found harbourage, Thuc.
2. c. acc., σκηνησάμενος καλύβην having built him a hut or cottage, Thuc.