στοιχειό
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσική δύναμη μπροστά στην οποία ο άνθρωπος αισθάνεται δέος και νιώθει αδύναμος («κακό στοιχειό η θάλασσα»)
2. (κατά λαϊκή πρόληψη) αόρατο υπερφυσικό ον, συνήθως κακοποιό, δαιμόνιο, τελώνιο, αερικό («ἀπ' το σούρπο τα στοιχειά βλέπαν την κακή νυχτιά», Ζερβ.)
3. (λαογρ.) (ειδικά) ψυχή σκοτωμένου, πνεύμα που έχει προσηλωθεί με το χυμένο αίμα σε ένα μέρος, όπως λ.χ. σε ένα πηγάδι, σε ένα δέντρο, σε ένα κτίσμα, ιδίως ερειπωμένο, και είναι φύλακας και προστάτης του, ευεργετικό σε όσους το αγαπούν, φοβερό όμως για όσους επιχειρούν να βλάψουν το μέρος εκείνο («κάθε τόπος έχει το στοιχειό του»)
4. μτφ. άνθρωπος πολύ άσχημος, που έχει τη μορφή ή την εμφάνιση φαντάσματος και με μεγάλες διαστάσεις και ικανότητες, σκιάχτρο
5. στον πληθ. τα στοιχειά
οι δυνάμεις της φύσης («και τα στοιχειά ανεκατωθούν και τ' αστρικά μανίσου», Ερωτόκρ.)
6. φρ. «αγρίεψαν τα στοιχειά» — λέγεται για μεγάλη θύελλα, τρικυμία ή πλημμύρα από βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο, με καταβιβασμό του τόνου στη λήγουσα (πρβλ. θηρίο: θεριό), βλ. και λ. στείχω.