σχοίνος
Greek Monolingual
ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως θηλ. σχοῑνος, ἡ, Α
γενική ονομασία όλων τών ελοχαρῶν φυτών που αντί για φύλλα έχουν επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς, βούρλο
νεοελλ.
βοτ. το αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό σχίνος
αρχ.
1. (στον Αριστοφ.) καλάμι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βάτραχοι ως βέλος
2. καλάμι χρησιμοποιούμενο ως οβελός
3. γραφίδα από καλάμι
4. ιατρ. όργανο με σχήμα καθετήρα με το οποίο διερευνούσαν μία στενή και αγκύλη δίοδο
5. καθετί το πλεγμένο από το παραπάνω φυτό και, ιδίως, σχοινί, τριχιά
6. φράχτης κήπου
7. πλέγμα κλίνης
8. τόπος κατάφυτος με βούρλα
9. (στην Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης εδαφικών εκτάσεων που ισοδυναμούσε με 60 ή 40 ή 48 ή 32 ή και 30 στάδια
10. μέτρο μήκους στους Πέρσες
11. μονάδα μέτρησης μήκους σύμφωνα με το οποίο οι νέοι άποικοι Έλληνες μιας περιοχής μοίραζαν τη γη που κατακτούσαν ή προσδιόριζαν τη γη που παραχωρούσαν στους δούλους για καλλιέργεια
12. είδος αρωματικού φυτού («σχοῑνος εὐώδης», Ιπποκρ.)
13. τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοινί, σχοίνισμα
14. φρ. α) «σχοῑνος Εὐριπική» — το φυτό ολόσχοινος (Διοσκ.)
β) «σχοῑνος ὀξὺς» και «σχοῑνος ἑλεία» και «σχοῑνος λεία» — είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.)
γ) «σχοῖνος κάρπιμος» — είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή, μελαγκρανίς (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σχῖνος). Οι συνδέσεις της λ. τόσο με τα λιθουαν. szēnas και αρχ. σλαβ. sěno «άχυρο, ξηρό χόρτο» όσο και με τα λατ. funis και λιθουαν. geinis «σχοινί, παλαμάρι» δεν ικανοποιούν από μορφολογική άποψη. Η λ. σχοῖνος με αρχική σημ. «κατηγορία φυτών με επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει καθετί το πλεγμένο από το φυτό αυτό και ιδίως το σχοινί (πρβλ. σχοινί) και τελικά μονάδα μέτρησης μήκους].