σωφρονιστικός

English (LSJ)

σωφρονιστική, σωφρονιστικόν, making temperate, teaching morality, δύναμις S.E.M.6.21; λόγοι Poll.3.100; (ᾠδή) Eust.137.37.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, besonnen, klug machend, bessernd, züchtigend; Plut.; δύναμις, S. Emp. adv. mus. 91.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονιστικός: назидательный, воспитательный (δύναμις Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα σώφρονα, σωφρονίζων, παιδεύων, τιμωρῶν, δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 21· λόγοι, ᾠδαὶ Πολύδ. Γ΄, 100, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωφρονιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σωφρονιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η σωφρονιστική
(νομ.) επιστήμη που ασχολείται με την ποινική αντιμετώπιση του καταδικασμένου εγκληματία, την γενικότερη νομική του κατάσταση και την ορθή εκτέλεση της ποινικής απόφασης γι' αυτόν, από την έκδοσή της ώς την επάνοδό του στην κοινωνία
2. φρ. α) «σωφρονιστικό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στον σωφρονισμό τών καταδικασμένων σε κράτηση, φυλάκιση ή κάθειρξη, ανάλογα με το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκαν και τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς όρους τελέσεώς του
β) «σωφρονιστικό σύστημα»
(νομ.) το σύνολο τών κανόνων και ρυθμίσεων που αποβλέπουν στη χάραξη ενός ορθολογικού και αποτελεσματικού σχεδιασμού για την έκτιση μακροχρόνιων ποινών κατά της ελευθερίας
γ) «σωφρονιστικό κατάστημα» — το κτήριο ή το κτηριακό συγκρότημα όπου εκτίονται οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, η φυλακή
δ) «σωφρονιστικός κώδικας»
(ποιν. δίκ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στον τόπο και στον τρόπο έκτισης τών στερητικών της ελευθερίας ποινών.