φιαρός
English (LSJ)
φιαρή, φιαρόν, a word used by Alex. Poets, gleaming, shining, of the dawn, Call.Fr.257; αἴγλῃσιν φιαρῇσι Max.594; generally, bright, of a young girl, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Theoc. 11.21; φιαρὸν δέμας Max.443; sleek, of a bird, Nic.Al. 387; of cream, φιαρὴ γρῆϋς ib.91.
German (Pape)
[Seite 1273] ion. φιερός, leuchtend, glänzend, hell; nach Galen λαμπρὸς ὑπὸ ὑγρότητος; Nic. φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γρῆ ϋν Al. 91, von der Fetthaut auf der stehenden Milch, Schol. τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τοῦ γάλακτος; vgl. Philostr. imagg. 1, 31 und Theocr. bei Ath. VI, 284 a; übh. fett, ὄρνις Nic. Al. 387; auch, wie λιπαρός, von der glänzenden Oberfläche des Leibes od. einzelner Glieder, die in frischer Gesundheit u. jugendlicher Fülle strotzen. φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμῆς Theocr. 11, 21, von einem jungen Mädchen gesagt. – Schon die Alten leiteten es von φάος ab, schwerlich richtig, obgleich im E. M. aus Callim. φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως angeführt wird, Andere von πῖαρ, πιαρός. – Buttmann nimmt zwei Grundbedeutungen an, die eine von φῶς, wie μνιαρός von μνοῦς gebildet, die andere von φύω, wie θίασος von θύω, compact, fest.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 brillant de force et de santé, luisant d'embonpoint ; p. ext. gras;
2 brillant en parl. de la peau qui se forme sur le lait.
Étymologie: πῖαρ.
Russian (Dvoretsky)
φιᾰρός: блистающий, блещущий (Γαλάτεια Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
φιᾰρός: -ά, -όν, λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, λαμπρός, λάμπων, ἐπὶ τῆς ἕω, φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως Καλλ. Ἀποσπ. 257· αἴγλῃσι φιαρῇσι Μάξ. Περὶ Καταρχ. 594· ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ζωηρός, ἐπὶ νεαρᾶς κόρης, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Θεόκρ. 11. 21· ἐπὶ ἰχθύος, λιπαρός, ὁ γὰρ φιαρώτατος ἄλλων ὁ αὐτ. 31. 4· φιαρὸν δέμας Μάξιμ. Περὶ Καταρχ. 443· ἐπὶ πτηνοῦ, παχύ, Νικ. Ἀλεξιφ. 387· ἐπὶ τοῦ ἄνθους τοῦ γάλακτος, «κρέμας», φιαρήν... γρῆϋν, τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ γάλακτος γινόμενον, Τουρκ. «καϊμάκι», αὐτόθι 91. (Κατὰ τὸν Μ. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, ὡς εἰ ὁ ἀρχικ. τύπος ἦν πιF-αρός, πρβλ. Σανσκρ. piv-aras (pinguis), ἀλλ’ ὁ Curt. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης ὡς καὶ ἐν τῇ λέξ. φιάλη, σ. 498).
Greek Monolingual
και ιων. τ. φιερός, -ή, -όν, Α
1. λαμπρός, φωτεινός
2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος
3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)
4. (ιδίως για την κρέμα του γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. φιαρός είχε συνδεθεί με το επίθ. πιαρός «παχύς». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του πιαρός με εκφραστική δάσυνση του π, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε < φαιδρός + πιαρός με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -ι- στους δύο τ. (πρβλ. πῖαρός, αλλά φῐαρός)].
Greek Monotonic
φῐᾰρός: -ά, -όν, λαμπερός, λαμπρός (συγγενές προς το πίων, pinguis?).
Middle Liddell
φιᾰρός, ή, όν
shining, bright, Theocr. [Akin to πίων, pinguis.]
Frisk Etymology German
φιαρός: {phiarós}
Meaning: leuchtend, glänzend, fettglänzend, hell (alexandr. Dicht.), φιαρύνει· λαμπρύνει H.
Etymology: Expressives Adj. ohne Etymologie, an πιαρός und φαιδρός erinnernd (vgl. Prellwitz s.v. und Chantraine Form. 227); Kreuzung? Unbefriedigende Analyse bei Specht Ursprung 199.
Page 2,1017