χερμάς

English (LSJ)

χερμάδος, ἡ,
A large pebble or stone, esp. for throwing or slinging, sling-stone, τηλεβόλος Pi.P.3.49; ὀκριόεσσα A.Th.300 (lyr.); κραταίβολος E.Ba.1096: of pebbles on the sea beach, A.R.2.695 (cf. στία), AP7.693 (Apollonid.); also in later Prose, D.H.9.21, al.
II in later Poets, large block of stone, Lyc.20,616, AP7.371 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1350] άδος, ἡ, ein Stein, Kiesel, bes. zum Werfen, Schleudern, Schleuderstein; τηλέβολος Pind. P. 3, 49; ὀκριόεσσα Aesch. Spt. 282; χερμάδας κρατοβόλους ἔῤῥιπτον Eur. Bacch. 1094; bes. der kleine Kiesel am Meeresufer, wie χεράς, so χερμὰς παρῃονῖτις Apollnds. 26 (VII, 693); χερμάδα ψάμμων σφαιρῶν Bian. 4 (IX, 272); Lycophr. 20. 616 braucht es aber von großen Felsblöcken. Vergleicht man die Größebestimmungen über χερμάδιον, so scheint die Ableitung von χείρ, wonach es Steine, welche die Hand gerade fassen kann, bezeichnet, ein »handlicher Stein« zweifelhaft, und die Zurückführung auf χεράς (w. m. s.) u. χέῤῥος hat Viel für sich.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
pierre, gros caillou ; particul. pierre qu'on lance, pierre de fronde.
Étymologie: DELG cf. skr. harmyám « grande maison, château (en pierre) ».

Russian (Dvoretsky)

χερμάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1 камень, булыжник Pind., Aesch., Eur., Anth.;
2 могильный камень (ὑπὸ χερμάδι κεῖσθαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χερμάς: -άδος, ἡ, = τῷ Ὁμηρικῷ χερμάδιον, «λίθος χειροπληθής, ὃν τῇ χειρὶ βαστάσαι καὶ ἀνελέσθαι δύναταί τις» (Ἡσύχ.)· λίθος τηλόθεν βάλλων, ὁ μακρόθεν κτυπῶν, χερμάδι τηλεβόλῳ Πινδ. Π. 3. 86· ὀκριόεσσα Αἰσχύλ. Θήβ. 300· κραταίβολος Εὐρ. Βάκχ. 1094· - ὡσαύτως αἱ παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης ψῆφοι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 693· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐπὶ μεγάλων ὄγκων λίθου, Λυκόφρ. 20, 616, Ἀνθ. Παλατ. 7. 371, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 695. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ χέραδος, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ μ. Ἡ κοινὴ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ χείρ, - πέτρος .., τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν Ἰλ. Π. 735, - εἶναι λίαν ἀμφίβολος).

English (Slater)

χερμᾰς sling stone πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ (P. 3.49) ]αι χερμαδ[ (Π̆{pc}: χαρμ' Π̆{ac}) Δ. 4. f. 5.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
χερμάδιον, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ.
β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῖς ἔβαλλον», Ιώσ.)
αρχ.
1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῖτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.)
2. σωρός από πέτρες («κεῖμαι ξείνῃ ὑπὸ χερμάδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία από μορφολογική άποψη θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. harmyam «μεγάλο σπίτι, πύργος» (πιθ. μέσω μιας σημ. «κατασκεύασμα από πέτρες»). Αντιθέτως, η σημασιολογικώς πιθανή σύνδεση με τα αρχ. σλαβ. kremy και ρωσ. kremenb «πυριτόλιθος» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα gher- «τρίβω», όπως άλλωστε και ο τ. χέραδος, ο οποίος θεωρείται συγγενής, ενώ, τέλος, παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τη λ. χείρ (πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. χερμάς
λίθος χειροπληθής, ὅν τῇ χειρὶ βαστάσαι καὶ ἀνελέσθαι δύναται τις). Η λ. χερμ-άς εμφανίζει κατάλ. -άς, η οποία απαντά σε ον. με περιληπτική, συγκεντρωτική σημ. (πρβλ. λιθάς, νιφάς) και θα μπορούσε να αποτελεί παρ. του τ. χέρμα (πρβλ. δέρμα, κέρμα), ο οποίος απαντά μόνον στον Ησύχ. χέρμα
ποίημα, χάλιξ, γεγονός που δυσχεραίνει την εξακρίβωση της αρχαιότητάς του].

Greek Monotonic

χερμάς: -άδος, ἡ, Ομηρικό χερμάδιον, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

χερμάς, άδος, = Homer's χερμάδιον, Pind., Aesch.]

English (Woodhouse)

boulder, stone, stone for throwing

Mantoulidis Etymological

-άδοςἡ (=ὀγκόλιθος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τή λέξη χείρ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.