ψεύτικος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν ψεύτης
1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος»)
2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ»)
3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη»)
4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι»)
5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι»)
6. ανειλικρινής («ψεύτικη φιλία»)
7. (για πράγμ.) ευτελής, χωρίς αξία («ψεύτικο ύφασμα»)
8. ανυπόστατος («ψεύτικες διαδόσεις»)
9. (για παιχνίδι) κατασκευασμένος ως απομίμηση («ψεύτικο ρολόϊ»)
10. φρ. α) «ψεύτικη δουλειά» — ψευτοδουλειά
β) «κάνω ψεύτικη βούλλα» — παραποιώ σφραγίδα
γ) «βάζω ψεύτικη υπογραφή» — πλαστογραφώ.
επίρρ...
ψεύτικα Ν
με ψεύτικο τρόπο.