ἀκράτεια
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ, (ἀκρατής)
A want of power, debility, νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1.
II incontinence, want of self-control, opp. ἐγκράτεια, Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀκράτεια ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 debilidad νεύρων Hp.Aph.5.16, Liqu.1.
2 incontinencia, desenfreno op. ἐγκράτεια Pl.R.461b, Lg.734b, Arist.VV 1250a1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.Lg.886a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à se gouverner ou à se maîtriser, intempérance.
Étymologie: ἀκρατής.
German (Pape)
ἡ, die ältere att. Form für ἀκρασία (bei Plat. steht nur in den unechten Def. 416 letztere Form), Plat. ἡδονῆς, Unenthaltsamkeit in der Lust, oft, z.B. Legg. X.886a, XI. 934a; Xen. Cyr. 6.435 und sonst.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτεια: (ρᾰ) ἡ невоздержность, неумеренность (τινος Xen., Plat., Plut. и περί τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτεια: [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = ἔλλειψις ἰσχύος, ἀδυναμία, νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, ἔλλειψις αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτόθι 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν τύπος παρὰ τοῖς μεταγενεστ. εἶναι ἀκρασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ τύπος ἀκρατία, ὡσαύτως εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ σφάλμα· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
Greek Monolingual
η (Α ἀκράτεια)
αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας
νεοελλ.
φρ. «ακράτεια γλώσσας», πολυλογία, αθυροστομία. Ιατρ. (αγγλ. και γαλλ. incontinence). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη αδυναμία εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: ακράτεια ούρων (βλ. ούρηση), ακράτεια κοπράνων (βλ. αφόδευση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής
ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. acratia, απ' όπου και η σημασία του νεώτερου ιατρ. όρου της Ελληνικής].
Greek Monotonic
ἀκράτεια, ἡ: (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη ορμή, έλλειψη αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. τύπος είναι ἀκρᾰσία.
Middle Liddell
ἀκρατής
incontinence, want of self-control, Plat.:—the later form is ἀκρασία.
English (Woodhouse)
intemperance, licence, licentiousness, excesses, want of control, want of restraint
Translations
debility
Bulgarian: безсилие, немощ; Chinese French: débilité, fatigue; Japanese: 衰弱; Latin: infirmitas, debilitas; Persian: عجز, ناتوانی; Portuguese: debilidade; Russian: слабость, бессилие, немощь, деградация; Spanish: debilidad
incontinence
Arabic: سَلَس; Catalan: incontinència; Chinese Mandarin: 失禁; Danish: inkontinens; Dutch: incontinentie; Finnish: karkailu, inkontinenssi; French: incontinence; German: Inkontinenz; Greek: ακράτεια; Irish: neamhchoinneálacht; Italian: incontinenza; Japanese: 失禁; Norwegian: inkontinens; Portuguese: incontinência; Russian: недержание, инконтиненция; Spanish: incontinencia; Swedish: inkontinens