ἀλίνω

English (LSJ)

(ἀλέω) = λεπτύνω, pound, S. Fr. 995.

Spanish (DGE)

untar, ungir Hsch.s.uu. ἀλεῖναι, ἀλῖναι, ἀλίνειν.

German (Pape)

[Seite 97] von VLL. ἀλείφειν, bei Soph. frg. 826 λεπτύνειν erkl., B. A. 383, dürfte mit ἀλέω zusammenhangen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίνω: (ἀλέω) = λεπτύνω, τρίβω, στουμπίζω, «ἀλίνουσιν: ἀντὶ τοῦ λεπτύνουσι», Σοφ. (Ἀποσπ. 826) ἐν Α. Β. 383. 11: - ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀλίνειν, ἀλείφειν», «ἀλῖναι, ἐπαλεῖψαι».

Greek Monolingual

ἀλίνω (Α)
1. λεπτύνω, τρίβω
2. επαλείφω, επιχρίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. αρχαϊκής πιθ. προελεύσεως, με σπάνια χρήση. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το ρ. ἀλείφω. Συγκεκριμένα ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα lei- «βλεννώδης» με προθεματικό - και έρρινη παρέκταση (-λί-ν-ω). Με την ίδια ρίζα συνδέονται επίσης το λατ. lino «αλείφω» καθώς και το αρχ. ινδ. lināti «προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλινσις.

Translations

anoint

Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: ⁧מָשַׁח⁩; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: ⁧اندودن⁩; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати