ἀναρριπίζω

English (LSJ)

A rekindle, τὸ θερμόν Arist.Fr.233, cf. D.H.1.59: metaph., στάσιν Id.7.15, cf. Ph.2.377; ἐπιθυμίαν Alciphr.1.35; fan, Antiph.202.16:—Pass., ἁνὴρ ἀναρριπίζεται Pherecr.4 D.; πόλεμος ἀ. Jul.Or.1.13b.
2 scatter to the winds, νίκης ἐλπίδα Nonn. D. 25.307.

Spanish (DGE)

(ἀναρρῑπίζω) I 1arrojar hacia arriba de un volcán ἀναρριπισθείσης μιᾶς τῶν κρηπίδων Heraclid.Pont.85.35
fig. amontonar ἐπὶ κακῷ κακόν Alciphr.2.19.3
abs. mover las alas de palomas, Antiph.202.16.
2 fig. νίκης δ' ἐλπίδα ... ἀνερρίπιζον perdieron la esperanza de la victoria Nonn.D.25.305.
3 fig., en v. med. encenderse πόλεμος Iul.Or.1.13b
ref. a pers. encenderse, excitarse ἀνὴρ ἀναρριπίζεται Pherecr.29A, ἀναρριπισθεὶς γὰρ ὁ Νέρων εἰς ὀργήν Ast.Am.Hom.8.16.1.
II volver a encender τὸ θερμόν Arist.Fr.233, τὴν φλόγα D.H.1.59, μου τὴν ἐπιθυμίαν Alciphr.4.8.2, en v. med. τὸ πῦρ ... πάλιν ἀναρριπίζεται Plu.2.611f, τὸν κατὰ Χριστιανῶν διωγμόν, ὥσπερ ... πυρὸς ἀκμὴν ἀνερρίπιζε Eus.VC 2.1
fig. levantar στάσιν D.H.7.15, 10.17.

German (Pape)

[ρῑ], fächeln, von flatternden Tauben, Antiphan. Ath. VI.257 (v. 16); wieder anfachen, entzünden, φλόγα τῇ κινήσει τῶν πτερύγων Dion.Hal. 1.59; Luc. Tim. 6 κεραυνόν; bes. übertragen, wieder aufregen, ἰσχύν Luc. Gymn. 21; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρῑπίζω: вновь раздувать, возбуждать, разжигать (τὸ θερμόν Arst., Plut.; τὴν φλόγα Plut.; τὸν κεραυνόν Luc.): ἡ στάσις ἀνερριπίζετο Plut. восстание разгорелось с новой силой.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρῑπίζω: ἀνάπτω ἐκ νέου, τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59· μεταφ., στάσιν ὁ αὐτ. 7.15: - κάμνω ἀέρα ὡς διὰ ῥιπιδίου, ἐπὶ περιστερῶν περιπετομένων, «οὕτως ἀνερρίπιζον, ὥστε σύμμετρον αὐτῷ τὸ πνεῦμα, μὴ περίσκληρον, ποιεῖν» Ἀντιφ. ἐν «Στρατιώτῃ» 2.16.

Greek Monolingual

(AM ἀναρριπίζω)
νεοελλ.
ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ
μσν.
διασκορπίζω στον αέρα
αρχ.
1. κάνω αέρα με κάτι
2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω
3. (για πτηνά) φτερουγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρρίπιση. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].