ἀντίθεος

English (LSJ)

η, ον,
A equal to the gods, godlike (cf. S.E.M.7.6): Homeric epithet of heroes, Il.5.663, etc.; of nations, ib.12.408, Od.6.241; of women, only ib.11.117; applied even to Polyphemus and the suitors, ib.1.70, 14.18; ἥρωες ἀ. B.10.79.
II contrary to God, Ph.1.566, al.
2 Subst. ἀντίθεος, ὁ, hostile deity, Hld.4.7, Iamb.Myst.3.31, PMag.Lond.121.635 (unless Adj., disguised as a god).

Spanish (DGE)

-η, -ον
I 1comparable, semejante a un dios epít. de héroes, esp. Sarpedón en la Ilíada, Il.5.629, 663, 6.199, Certamen 123, y de Odiseo en la Odisea Od.1.21, 6.331, cf. Il.11.140, S.E.M.7.6
de otros héroes: Pándaro Il.4.88, Polinices Il.4.377, Áyax Il.9.623, Molión Il.11.322, Menelao Od.8.518, Licaón, Hes.Fr.161.1, Melampo, Stesich.51, Pelasgo, Asius 8.1K, Telamón Alcmaeonis 1.1, Néstor, Thgn.714, Cadmo, Pi.P.3.88, Peleo, Pi.Fr.172.1, ἀ. ... διδύμοις de los Dioscuros, Pi.O.3.34
de heroínas: Penélope ἀντιθέην ἄλοχον Od.11.117
frecuente en enumeraciones Περσεύς τ' Ἄρητός τε καὶ ἀ. Θρασυμήδης Od.3.414, cf. Hes.Fr.8
como epíteto de pueblos y grupos de héroes: los licios Il.12.408, los feacios Od.6.241, de Polifemo y los Cíclopes Od.1.70, los pretendientes Od.14.18, ἀντιθέοις ἑτάροισιν Od.4.571, ἥρωες B.11.79, cf. Pi.P.1.53, 4.58, υἱέες Pi.I.8.24.
2 que rivaliza o es hostil a Dios νοῦς Ph.1.233, 418, φρόνημα Chrys.M.57.229, πανουργία Anon. en Iren.Lugd.Haer.1.15.6.
II subst. ὁ ἀ.
1 doble de Dios, otro Dios en cuestiones sobre las personas de la Trinidad, Didym.M.39.544A, Chrys.M.58.683, Gr.Naz.M.36.1018C, Hieron.Pelag.2.17.
2 divinidad hostil o maligna ἀλλά μοι ἀ. τις ἔοικεν ἐμποδίζειν τὴν πρᾶξιν Hld.4.7.13, δαίμονας πονηρούς ... οὓς δὴ καὶ καλοῦσιν ἀντιθέους Iambl.Myst.3.31, δίχα τινὸς ἀντιθέου PMag.7.635, cf. Arnob.Nat.4.12
esp. del anti-Dios o demonio, Basil.M.31.648B, Lact.Inst.2.9.13.

German (Pape)

[Seite 252] α, ον, gottgleich, ἰσόθεος, von ἀντί in der Bedeutung b), wie ἀντιάνειρα, Apoll. lex. Hom. 31, 9. 83, 15, vgl. Lehrs Aristarch. p. 120; bei Hom. Beiwort der Helden, die durch Körperkraft und Schönheit vor anderen Menschen ausgezeichnet waren, wie Il. 24. 258 vom Hektor ὃς θεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρός γε θνητοῦ πάις ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο; nicht moralisch gut; auch Polyphem, Od. 1, 70, u. die Freier, 14, 18, wo an keine gekünstelte Erkl. »widersetzlich gegen die Götter« zu denken. Od. 4, 571. 14, 247 u. sonst ἀντίθεοι ἕταροι. Auch von ganzen Völkern, Il. 12, 408 Od. 6, 241; Penelope Od. 11, 117. 13, 378, ἀντιθέην ἄλοχον. – Pind. u. Sp. Ep. – Bei Heliod. 4, 7 ὁ ἀντίθεος ein feindlicher Gott.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un dieu (en force, en beauté, etc.).
Étymologie: ἀντί, θεός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίθεος: богоподобный, богоравный Hom., Pind. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθεος: -η, -ον, ἴσος τοῖς θεοῖς, ὡς τὸ ἰσόθεος, (πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 6): Ὁμηρ. ἐπίθ. Ἡρώων ὡς διακεκριμένων ἐπὶ ῥώμῃ, καλλονῇ, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ἰλ. Μ. 408, Ὀδ. Ζ. 241· ἐπὶ γυναικῶν μόνον, ἐν Ὀδ. Λ. 117: - Οὐδεμία ἠθικὴ ἀρετὴ ὑποννοεῖται, ἐπειδὴ τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδίδοται εἴς τε τὸν Πολύφημον καὶ εἰς τοὺς μνηστῆρας, Ὀδ. Α. 70, Ξ. 18· πρβλ. ἀμύμων· ἀντίθεος ἀντὶ τοῦ ἰσόθεος, καὶ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ ἀντίθεοι οἱ τῆς Πηνελόπης μνηστῆρες διὰ τὸ γένος ἢ τὸ κάλλος λέγονται, καὶ ὅτι διὰ πλοῦτον ἢ ἀνδρείαν ἀντίθεός τις λέγεται Εὐστ. 1749. 3. ΙΙ. ἐναντίος τῷ θεῷ, ἀσεβής, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 166. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀντίθεος, ὁ, ἐχθρικὸς δαίμων, ἐχθρικὴ θεότης, ἀλλὰ ἀντίθεος ἔοικεν ἐμποδίζειν τὴν πρᾶξιν Ἡλιόδ. 4. 7.

English (Autenrieth)

3: godlike, epithet of distinction as regards rank, might, stature, beauty; applied to kings, Il. 5.663; to the companions of Odysseus, Od. 4.571; to the suitors, Od. 14.18, and (by Zeus) even to Polyphēmus, Od. 1.30; rarely of women, ἀντιθέην ἄλοχον (Penelope), Od. 11.117.

English (Slater)

ἀντῐθεος god-like ἀντιθεοῖσιν σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (O. 3.35) ἥροας ἀντιθέους (P. 1.53) παρ' ἀντιθέῳ Κάδμῳ (P. 3.88) ἥροες ἀντίθεοι sc. Argonauts (P. 4.58) τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες sc. of Aiakos (I. 8.24) Πηλέος ἀντιθέου fr. 172. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθεος, -έη, -ον)
1. άπιστος, άθεος
2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος
ο διάβολος
νεοελλ.
μτφ. άδικος και σκληρός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. εχθρική θεότητα.

Greek Monotonic

ἀντίθεος: -η, -ον, ισάξιος με τους θεούς, όμοιος προς θεό, ισόθεος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

equal to the gods, godlike, Hom.

Léxico de magia

-ον sustituto de un dios de un demon πέμψον μοι τὸν Ἀσκληπιὸν δίχα τινὸς ἀντιθέου πλανοδαίμονος envíame al verdadero Asclepio y no a un demon falso sustituto del dios P VII 635