ἀντανάγω

English (LSJ)

[ᾰγ],
A lead up against, esp. ἀ. νέας put ships to sea against, Hdt.6.14, cf. Th.7.37: also ἀ. ναυσὶν ἓξ καὶ ὀγδοήκοντα ib.52: more freq. abs. in same sense, whether in Act., as Id.8.38, X.HG2.1.23, or in Med., as Th.4.13, X.HG1.1.5:—Pass., ναυσὶν ἀνταναχθείς D.S. 13.71:—generally, attack, ἀντανήγετο πρὸς τὸ μειράκιον Pl.Erx. 398e.
2 raise in opposition, [ὄρος] τῇ Οἴτῃ Philostr.VA4.23.
3 bring up instead, AP9.285 (Phil.).

Spanish (DGE)

I 1tr. llevar, dirigir contra νέας Hdt.6.14, πέντε καὶ ἑβδομήκοντα ναῦς Th.7.37.
2 intr. dirigirse contra, salir al encuentro c. instrum. ναυσὶν ... ἓξ καὶ ὀγδοήκοντα Th.7.52, abs., Th.8.38, X.HG 2.1.23
en v. med.-pas. πάσαις ταῖς ναυσὶν ἀνταναχθείς D.S.13.71, ἀνταναχθέντες Σινωπικαῖς τριήρεσιν Memn.37.2
abs. Th.1.29, 4.13, X.HG 1.1.5.
3 en v. med. atacar, lanzarse sobre c. dat. de pers. οὐδεὶς αὐτοῖς ἀντανήγετο Th.8.79
c. giros prep. πρὸς τὸ μειράκιον Pl.Erx.398c, ἐπ' αὐτούς Plb.16.8.5.
4 alzarse frente a de un monte τῇ Οἴτῃ Philostr.VA 4.23.
II subir sobre sí c. ac. de pers. πατέρα AP 9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 243] (s. ἄγω), dagegen hinausführen, ναῦς Her. 6, 14; Thuc. 7, 37; ναυσί 7, 52; gew. ohne ναῦς, gegen Einen auslaufen, Xen. Hell. 2, 1, 23 u. öfter; med., Thuc. 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5 u. sonst. Übertr., ἀντανήγετο πρὸς τὸ μειράκιον, er schickte sich an, gegen den Knaben zu disputiren, Plat. Eryc. 398 e.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντανῆγον, ao.2 ἀντανήγαγον;
t. de mar.
1 tr. conduire en pleine mer contre : ἀ. νέας HDT lancer ses vaisseaux en pleine mer contre (l'ennemi);
2 (intr., s.e. νέας) se lancer en pleine mer contre ; ἀντ. ναυσί THC sortir en mer avec (86) vaisseaux;
Moy. ἀντανάγομαι (impf. ἀντανηγόμην) se lancer en pleine mer contre.
Étymologie: ἀντί, ἀνάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντανάγω:
1 воен. выводить навстречу противнику (νέας Her., Thuc.); тж. med. (преимущ. о военном флоте) выступать против врага Thuc., Xen., Plut.: ἀντανῆγον ναυσὶν καὶ ἐναυμάχουν Thuc. они двинули свой флот и вступили в морское сражение; ἀντανάγεσθαι πρός τινα Plat. с воинственным видом обратиться к кому-л.;
2 возить на себе (вместо кого-л.) (τινά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανάγω: ἐπὶ πλοίων, ἀνάγω τὰς ναῦς ἐναντίον ἐπερχομένων ἐχθρικῶν νεῶν, τότε ὦν ἐπεὶ ἐπέπλωον οἱ Φοίνικες, οἱ Ἴωνες ἀντανῆγον καὶ αὐτοὶ τὰς νέας ἐπὶ κέρας Ἡρόδ. 6. 14. Θουκ. 7. 37· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀντ. ναυσὶ αὐτόθι 52· συχνότερον ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐυνοίας, - εἴτε κατ’ ἐνεργ. τύπον ὡς ἐν Θουκ. 8. 38., Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 23· εἴτε κατὰ μέσ., ὡς Θουκ. 4.13, Ξεν. Ἑλλ. 1.1, 5: - Παθ., ναυσὶν ἀνταναχθεὶς Διό. 13. 71: - καθόλου, ἀντεπιτίθεμαι, ἀντεπιφέρομαι, ταῦτα ἐμοῦ λέγοντος ὁ Πρόδικος ἀντανήγετο πρὸς τὸ μειράκιον ὡς ἀμυνούμενους, ἡτοιμάζετο ν’ ἀντικρούσῃ τὸ μειράκιον, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 2) ἀναβιβάζω ἀντὶ ἄλλου, ὄργανα ῥίψας Ἄρεος, εὐνομίης ἀντανάγει πατέρα Ἀνθ. Π. 9. 285.

Greek Monolingual

ἀντανάγω (Α)
1. (-ω κ. -ομαι) οδηγώ τα πλοία εναντίον επερχόμενων εχθρικών πλοίων
2. επιτίθεμαι, ορμώ.

Greek Monotonic

ἀντανάγω: μέλ. -ξω,
I. ανάγω ενάντια προς, ἀντ. νέας, παραθέτω τα πλοία στη θάλασσα ενάντια προς, σε Ηρόδ.· αλλά επίσης, ἀντ. ναυσίν, με πλοία, σε Θουκ.· ομοίως, ἀντανάγειν ή ἀντανάγεσθαι μόνο του, στον ίδ., Ξεν.
II. αναβιβάζω αντί άλλου, σε Ανθ.

Middle Liddell

I. to lead up against, ἀντ. νέας to put ships to sea against, Hdt.; but also, ἀντ. ναυσί with ships, Thuc.;—so, ἀντανάγειν or ἀντανάγεσθαι alone, Thuc., Xen.
II. to bring up or out instead, Anth.

Lexicon Thucydideum

adversus hostem in altum ducere, to lead out to sea against the enemy, 7.37.3, [cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
adversus hostem provehi, to sail out against the enemy, 7.52.1, 8.38.5, 8.83.2, 8.104.1,
MED. adversus hostem in altum ducere, to lead out to sea against the enemy 1.29.4, [vulgo commonly ἀνταναγαγόμ.] 1.117.1, 4.13.4. 7.40.3. 8.63.2, 8.79.6, 8.80.1.