ἀντηρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A prop, stay, support, E.Fr.1111: pl., Plb.8.4.6; stanchion or strut in torsion-engines, Ph.Bel.76.16, Hero Bel.101.9; ἀρκύων X.Cyn.10.7; in Th.7.36 ἀντηρίδες are stay-beams fixed inside a ship's bow, and projecting beyond it, so as to support and strengthen the ἐπωτίδες.
II = θυρίς, window, Suid.:—and in E.Rh.785 it must mean nostrils, if it be the right reading. [ῐδος E. ll.cc.: hence ἀντήρειδες in Apollod.Poliorc.178.4, Hero Bel.101.9, is wrong; so ἀντηρείδιον ib.89.4 is f.l. for ἀντηρίδιον as Inscrr. show.] (-ηρῐδ = -ερῐδ-, weak form of stem of ἐρείδω (cf. ἔρις).)
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐδος E.Rh.785, Fr.1111; en mss. a veces -ει- por error cf. Apollod.Poliorc.162.2, 178.4, Hero Bel.101.9]
1 puntal κρίμνη σεαυτὴν ἐκ μέσης ἀντηρίδος E.Fr.1111, ἀντήρειδες ... τὰ ὄρθια ἐρείδουσι ξύλα Apollod.l.c., cf. 178.4
•puntal de las máquinas de torsión, Ph.Bel.76.16, Hero Bel.l.c., ἐξερείδοντες ταῖς ἀντηρίσιν sujetando (la máquina) con puntales Plb.8.4.6, ἀ. ἀρκύων puntal o estaca donde se fijan las redes de caza, X.Cyn.10.7
•serviola muy gruesa Th.7.36
•contrafuerte Vitr.6.8.6.
2 ventana Sud.
•plu. ollares E.Rh.785.
German (Pape)
[Seite 248] ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίθινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, θυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
contre-étai, contre-fiche, jambe de force.
Étymologie: ἀντερείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντηρίς: ίδος ἡ
1 подпора, устой Eur., Thuc., Xen., Polyb.;
2 ноздря (ἴπποι ἐξ ἀντηρίδων θυμὸν πνέουσαι Eur. - v.l. ἐξ ἀρτηριῶν).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντηρίς: -ίδος, ἡ (ἢ ἐκ τοῦ ἀντήρης ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ῥήματος ἐρείδω· περὶ τῆς τελευταίας παραγωγῆς ἴδε Ἥρωνα (Βελ. 130), ἔνθα ὑπάρχει τὸ ὑποκορ. ἀντηρείδιον): - ὑποστήριγμα, στήριγμα, στήλωμα, Εὐρ. Ἀποσπ. 918, πρβλ. Πολύβ. 8. 6, 6· ἀρκύων Ξεν. Κυν. 10, 7· Παρὰ Θουκ. 7. 36· ἀντήριδες εἶναι δοκοὶ ἔνδοθεν τῆς πρῴρας πλοίου ἐκτεινόμεναι πέραν αὐτοῦ καὶ χρησιμεύουσαι πρὸς ὑποστήριξιν τῶν ἐπωτίδων· πρβλ. ὑποτείνω Ι. 1. ΙΙ. = θυρίς, παράθυρον, Σουΐδ.: Παρὰ δὲ Εὐρ. Ρήσ. 785 πρέπει νὰ σημαίνῃ μυκτῆρας, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς. [ῐδος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monotonic
ἀντηρίς: -ίδος, ἡ (ἀντί, ἐρείδω), υποστήριγμα, υποστήλωμα, στήριγμα, σε Ευρ., Ξεν.· στον Θουκ. οι ἀντηρίδες, είναι υποστηρίγματα-δοκάρια, τοποθετημένα ώστε να ενισχύουν τα ξύλα της πλώρης.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: prop, support (E.).
Other forms: ἀντήριος στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῃ̃ θύρᾳ H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Back-formation from ἀντερείδω set against with lengthening of the initial vowel of the verbal stem; reshaped after the suffix -ιδ- (as in ἐγκρίς); Strömberg Wortstudien 14f. (who derives ἐγκρίς wrongly from ἐγκρίνω), Szemerényi Syncope 143. For the formation in -ιος cf. παγίς: πάγιος, βωμίς: βώμιος.
Middle Liddell
ἀντί, ἐρείδω
a prop, stay, support, Eur., Xen.; in Thuc., ἀντηρίδες are stay-beams, fixed so as to strengthen the timbers of the bow.
Frisk Etymology German
ἀντηρίς: -ίδος
{antērís}
Grammar: f.
Meaning: Strebepfeiler, Stütze (E., X., hell.).
Derivative: Deminutivum ἀντηρίδιον (hell.).
Etymology: Durch Rückbildung aus ἀντερείδω dagegen stützen, sich entgegenstemmen mit Vokaldehnung in der Kompositionsfuge abgeleitet; vgl. Fraenkel Glotta 4, 34, der indessen irrtümlich in -ηρίδ- die Schwundstufe von ἐρείδω (vgl. Hom. ἐρηρίδαται, -το; Hss. falsch -ρεδ-) sucht unter Hinweis auf καλαΐς zu καλὰ ἀείδειν, wo aber eine derartige Schwundstufe fehlt. Somit ist -ιδ- vielmehr als Suffix abzutrennen mit Verstümmelung des Verbalstamms bzw. Haplologie ähnlich wie z. B. in ἐγκλίς zu ἐγκλίνω, ἐμπίς zu ἐμπίνω oder, noch härter, ἐγκρίς Kuchen aus Öl und Honig zu ἐγκεράννυμι, s. Strömberg Wortstudien 14f. (wo indessen ἐγκρίς mit Unrecht zu ἐγκρίνω gezogen wird). Zu ἀντηρίς hat man dann eine Bildung auf -ιος gewagt: ἀντήριος· στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ H., nach Muster von παγίς: πάγιος, βωμίς: βώμιος usw.
Page 1,113
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ὑποστήριγμα). Ἀπό τό ἀντερείδω (ἀντί + ἐρείδω = στηρίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἐρείδω.