ἀντιπάσχω

English (LSJ)

A suffer in turn, κακὰ ἀντιπάσχω suffer evil for evil, Antipho 4.2.3; δεσμούς X.Hier.7.12; τί ἂν δράσειαν αὐτούς, ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Th.6.35; δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά I receive good for good done, S.Ph.584; καλὸν τὸ εὖ ποιεῖν μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Arist.EN1163a1; ἀ. ἀντί τινος Th.3.61: abs., suffer for one's acts, X.An.2.5.17.
b to be affected in a contrary manner, ἡ ψυχὴ τοῖς σώμασιν ὡς ἀσώματος ἀντιπέπονθε Sallust.8; opp. συντρέχειν, Alex.Aphr. inTop.437.16.
2 τὸ ἀντιπεπονθός requital, Arist.EN1132b21 (Pythag.); of persons, εὔνοιαν ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν εἶναι ib.1155b33.
3 to be in the same proportion, πρός τι Id.Mech.850b2.
4 to be reciprocally proportional, Euc.6.14, al.; ἀντιπεπονθότα σχήματα = figures having the sides about the equal angles reciprocally proportional, Id.6 Def.2, cf. Hero*Deff. 118. Adv. ἀντιπεπονθότως = reciprocally, Archim.Aequil.1.6,7, al., cf. Iamb.in Nic.p.11 P.
II counteract, δυσουρίαις, θανασίμοις φαρμάκοις, Dsc.3.62,64.
III to be of opposite nature to, τινί Thphr. De Lapidibus 14.
IV Gramm., ἀντιπεπονθώς reflexive, κατηγορήματα Stoic.2.59.
V to be adversely affected, Agathin. ap. Orib.10.7.11, Archig. ap.eund.8.2.15.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. perf. inf. ἀντιπεπονθέμεν Archim.Aequil.1.8]
I c. suj. de pers.
1 sufrir o experimentar a su vez c. ac. δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά haciendo favores, recibo otros S.Ph.584, οὐ γὰρ ταὐτὰ ἀλλὰ μείζονα καὶ πλείονα Antipho 4.2.3, δεσμούς X.Hier.7.12
c. dos ac., el segundo pred. τί ἂν δράσειαν αὐτοὺς ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Th.6.35
abs. recibir sufrimientos o beneficios a cambio πολλὰ ἡμᾶς ἔβλαπτον, ἀνθ' ὧν καὶ ἀντέπασχον Th.3.61, βλάπτειν ... ἀντιπάσχειν δέ X.An.2.5.17, καλὸν ... τὸ εὖ ποιεῖν μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Arist.EN 1163a1
ser afectado de forma adversa Archig. en Orib.8.2.15.
2 c. dat. reaccionar en sentido contrario a ἡ ψυχὴ ... τοῖς σώμασιν ὡς ἀσώματος ἀντιπέπονθε el alma reacciona en sentido contrario a los cuerpos como incorpórea que es Sallust.8.3, τοῖς ἄλλοις ὠφελίμοις ἀντιπάσχοντας reaccionando en sentido contrario a otros auxilios Agathin. en Orib.10.7.11
fig. comportarse en sentido inverso a ταῖς παλιρροίαις τῆς θαλάττης de una fuente cuyo nivel de agua sube o baja al contrario de la marea, Plb.34.9.5
contrarrestar δυσουρίαις Dsc.3.62, θανασίμοις φαρμάκοις Dsc.3.64
ser de naturaleza contraria a de la obsidiana que aparece en otra piedra (Μήλῳ λίθῳ) Thphr.Lap.14.
II c. suj. de cosa o abstr.
1 oponerse τὸν νόμον ... ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὑτῶ μερέεσσιν Archyt.Fr.Sp.17 (1, p.560).
2 ser inversamente proporcional c. πρός y ac. τὸ μῆκος πρὸς τὸ μῆκος Arist.Mech.850b2
abs. en perf. ἀντιπεπονθότα ... σχήματα Euc.6 Def.2, αἱ πλευραὶ ἀντιπεπόνθασι Euc.6.14, cf. Archim.1.8, Hero Def.118.
3 ser equivalente ἀντιπέπονθε τὸ τῇ φύσει πρότερον καὶ τὸ πρὸς ἡμᾶς Alex.Aphr.in Top.437.16.
4 gram. sufrir afección doble ὑπὸ τῶν ἔξωθεν A.D.Synt.291.15
part. perf. ἀντιπεπονθότα = verbos reflexivos Chrysipp.Stoic.2.59, Origenes Cels.6.57.
III en part. perf. ref. a pers. o cosa haber experimentado en forma recíproca εὔνοιαν ... ἐν ἀντιπεπονθόσιν φιλίαν εἶναι Arist.EN 1155b33, τὸ ἀντιπεπονθός reciprocidad Pythag.B 4.
IV adv. sobre el part. perf. ἀντιπεπονθότως mat. en razón inversa Archim.Eratosth.1, Aequil.1.6, 7, Seren.Sect.Con.67, Iambl.in Nic.p.11
en un sentido contrario Dion.Ar.DN M.3.865B.

German (Pape)

[Seite 257] (s. πάσχω), dagegen erleiden, erdulden, κακά od. κακῶς, zur Vergeltung Böses erleiden, absolut, Xen. An. 2. 5, 17; vgl. Antiph. 4 β 3; Thuc. 3, 61; μεῖζον αντιπαθεῖν 6, 35; im guten Sinne, χρηστά oder εὖ, Gutes mit Gutem vergolten bekommen. Man zieht aus Plat. hierher ἀντ' εὖ πείσεται Gorg. 520 e; – im umgekehrten Verhältniß stehen womit, τινί, eigtl. das Entgegengesetzte erfahren, Math.; vgl. Pol. 34, 9; Plut. Plac. philos. 4, 22.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιπείσομαι, ao.2 ἀντέπασχον;
éprouver à son tour ou en retour, éprouver la pareille (en bien ou en mal).
Étymologie: ἀντί, πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπάσχω: (fut. ἀντιπείσομαι, aor. 2 ἀντέπαθον)
1 претерпевать в свою очередь (τι ἀντί τινος Thuc.; κακῶς ποιεῖν τινι καὶ πάλιν ἀ. Plut.);
2 получать взамен или в награду: δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά Soph. мне платят добром за добро; τὸ εὖ ποιεῖν μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Arst. бескорыстное благодеяние;
3 быть взаимным: τὸ ἀντιπεπονθός Arst. взаимность, взаимопомощь; τὰ ἀντιπεπονθύτα Diog. L. взаимно-возвратные глаголы;
4 мат. быть пропорциональным (πρός τι Arst.);
5 быть противоположным по своим свойствам (ἀντιπαθεῖν τινι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπάσχω: μέλλ. -πείσομαι: ἀόρ. -έπᾰθον: - πάσχω καὶ αὐτός, κακὰ (ἢ κακῶς) ἀντ., πάσχω κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Ἀντιφῶν 126. 16· τί ἂν δράσειαν αὐτοὺς ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Θουκ. 6. 35· δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά, εὐεργετοῦμαι δι’ εὐεργεσίας ἃς ἔπραξα, Σοφ. Φ. 584· εἰ εὖ ποιήσας... ἀντ’ εὖ πείσεται Πλάτ. Γοργ. 520Ε, (ἴδε ἐν λ. ἀντευπάσχω), καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν, μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 8: - ὡσαύτως, ἀντ. ἀντί τινος Θουκ. 3. 61: ἀπολ., πάσχω ἕνεκα τῶν πράξεών μου, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 17. 2) τὸ ἀντιπεπονθός, ἡ ἀμοιβαιότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 1, κἑξ., ἀλλ’ ἐπὶ προσώπ., εὔνοιαν γὰρ ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν εἶναι, ἐν περιστάσεσιν ἀμοιβαιότητος, αὐτόθι 8. 2, 3. 3) εὑρίσκομαι ἐν τῇ αὐτῇ σχέσει· πρός τι ὁ αὐτ. Μηχαν. 3. 2. ΙΙ. ἀντενεργῶ, τινὶ Διοσκ. 3. 70, 74. ΙΙΙ. εἶμαι ἀντιθέτου φύσεως πρός, τινὶ Θεοφρ. Λιθ. 14, Πολύβ. 34. 9, 5. IV. ἀντιπεπονθότα, ῥήματα αὐτοπαθῆ, Διογ. Λ. 7. 64.

Greek Monolingual

ἀντιπάσχω (AM)
μσν.
υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου
αρχ.
1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα
2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα
3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο
4. είμαι αντίθετης φύσης με κάτι
5. «λόγος ἀντιπεπονθώς» — ο αντιστρόφως ανάλογος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπεπονθός
αμοιβαιότητα
7. τὰ ἀντιπεπονθότα
ρήματα αυτοπαθή
8. επίρρ. ἀντιπεπονθότως
αμοιβαία.

Greek Monotonic

ἀντιπάσχω: μέλ. -πείσομαι, αόρ. βʹ -έπᾰθον·
1. υποφέρω με τη σειρά μου, ἀντιπάσχω χρηστά, ανταμείβομαι για μια καλή πράξη, σε Σοφ.· ἀντ. ἀντί τινος, σε Θουκ.· απόλ., υποφέρω για τις ενέργειες κάποιου, σε Ξεν.
2. απόλ., τὸ ἀντιπεπονθός, αμοιβαιότητα, σε Αριστ.

Middle Liddell

1. to suffer in turn, ἀντιπάσχω χρηστά I receive good for good done, Soph.; ἀντ. ἀντί τινος Thuc.: absol. to suffer for one's acts, Xen.
2. absol., τὸ ἀντιπεπονθός reciprocity, Arist.

Lexicon Thucydideum

vicissim pati, to suffer in turn, 3.61.2, 6.35.1.