ἀσυστασία

English (LSJ)

ἡ, want of union, confusion, Archig. ap. Gal.8.626. -στᾰτέω, to be incapable of, c. gen., A.D.Conj.228.14.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 medic. agitación, trastorno ἀ. χρονικὴ κατά τινα τῶν τοῦ σφυγμοῦ διαφορῶν Archig. en Gal.8.626.
2 inconsistencia ἡ τῆς αἱρέσεως ὑπόθεσις ἀσυστασίᾳ μᾶλλον περιπίπτουσα καὶ οὐκ ἀληθείᾳ Epiph.Const.Haer.23.4.

German (Pape)

[Seite 381] ἡ, Uneinigkeit, Verwirrung?

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυστᾰσία: ἡ, τὸ ἀσύστατον εἶναι, ἔλλειψις ἑνότητος, σύγχυσις, Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 8. 626.

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ