ἄτομος
English (LSJ)
ἄτομον,
A uncut, unmown, λειμών S.Tr.200; ἄ. πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; ἄτομος λίβανος = in lumps, Dsc.1.68.1; ἄτομον, τό, = ὑοσκύαμος, dub. in Ps.-Dsc.4.68 (cf. ἀταῖος).
2 Gramm., of words, not compound, D.H.Th.22.
II that cannot be cut, indivisible, γραμμαί Arist.Ph.206a17, cf. LI968a1; μεγέθη Id.Ph.187a3; especially of particles of matter, ἐτεῇ ἄτομα (sc. σώματα) καὶ κενόν Democr.9, 125, cf. Arist.de An.404a2, Metaph.1039a10; in full, ἄτομα σώματα Id.Cael.303a21, Epicur.Nat.14Fr.5: sg., ἄτομον ἐστι σῶμα στερεόν.. Id.p.129.24 U.; also ἄ. φύσεις Democr. ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep.1p.7U.; ἄτομοι, αἱ, ib.p.14 U.,al., Phld.Sign.5,al., Alciphr.1.34.
2 of time, οὐχ οἷόν τε εἰς ἀ. χρόνους διαιρεῖσθαι τὸν χρόνον Arist.Ph.263b27; κατ' ἄ. χρόνον Id.Sens.447b18; ἐν ἀτόμῳ = in a moment, Id.Ph. 236a6, 1 Ep.Cor.15.52; ἐν ἀ. ὀργῆς Sm.Is.54.8.
b metaph., infinitely small, διαφοραί Plu.Phoc.3.
III in Logic, individual, of terms, Pl.Sph.229d; of the εἶδος, Arist.Metaph.1034a8, de An.414b27.
2 individual, Id.APo.96b11, al.: Subst. ἄτομον, τό, Id.Cat. 1b6, 3a38, Metaph.1058a18 (pl.), Plot.6.2.2, al.
3 of the summum genus, πρὶν εἰς τὰ ἄτομα ἐλθεῖν Arist.Metaph.994b21. Adv. ἀτόμως, ὑπάρχειν immediately, without the intervention of a middle term, Id.APo.79a33.
Spanish (DGE)
-ον
I no cortado λειμών S.Tr.200, εὖ δ' ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7
•de substancias sólidas entero, en bloque λίβανος ... ἄτομος Dsc.1.68.
II 1gener. que no se puede cortar, indivisible γραμμαί Arist.Ph.206a17, ἐν ἑνὶ καὶ ἀτόμῳ τόπῳ Eudem.95
•del tiempo cortísimo, indivisible κατ' ἄτομον χρόνον Arist.Sens.447b18, χρόνος ἄτομος καὶ ἐλάχιστος Aristid.Quint.32.11, ἐν ἀτόμῳ en un momento Arist.Ph.236a6, Sm.Is.54.8, 1Ep.Cor.15.52, Arius Ep.Eus.2
•fig. mínimo, infinitamente pequeño διαφοραί Plu.Phoc.3.
2 cien., de los elementos mínimos de la materia indivisible ἄτομον ἔσται τὸ σῶμα ἐν ᾧ ἵσταται (ἡ διάλυσις) Arist.Cael.305a1 (= Emp.A 43a), cf. Epicur.Ep.[2] 41.1, Plot.3.1.3, de los primeros principios constitutivos ἀρχαί D.L.9.30 (= Leucipp.A 1), Simp.in Cael.242.19 (= Democr.A 14), Epicur.Ep.[2] 41.5, cf. Fr.[29] 26.6, στοιχεῖα Epicur.Ep.[3] 86.4
•subst. neutr. y fem. átomo ἐτεῇ δὲ ἄτομα καὶ κενόν (op. νόμῳ) pero en realidad (existen) los átomos y el vacío Democr.B 9, 125, ἐκ τῶν ἀτόμων συνεστάναι τὸν κόσμον Ecphant.4, τὸ περὶ τῶν ἀτόμων δόγμα παλαιόν ἐστιν Str.16.2.24 (= Democr.A 55), cf. Plot.3.1.2, συμμιγέων ἀτόμων τετράζυγι δεσμῷ Nonn.D.41.54
•fem. κινοῦνται συνεχῶς αἱ ἄτομοι Epicur.Ep.[2] 42.6, cf. 43.4, Fr.[21.2] 1, [24] 37, σώματα δ' εἰσὶ καὶ αἱ [ἄ] τομοι Phld.Sign.5, τὰς ἀτόμους μόνας ... εἰπὼν ὑπάρχειν ἐν τοῖς οὖσι Diog.Oen.8.2.5, cf. 35.2.2, 40.2.7, Plot.2.4.7, 3.1.2, μεγίστας εἶναί τινας ἀτόμους Eus.PE 14.23.3 (= Democr.A 43).
3 gram. de una palabra no compuesta λέγω δὴ τοῖς τε ἁπλοῖς καὶ ἀτόμοις ὀνόμασιν D.H.Th.22.
4 fil. de un concepto individual, inanalizable σκεπτέον ἄρ' ἤδη ἄτομον ἐστὶ (ἡ παιδεία) ἤ τινα ἔχων διαίρεσίν ἀξίαν ἐπωνυμίας Pl.Sph.229d, τοῦτο δ' ἀναγκαῖον, εἰ ἅπαν εἰς τὴν διαίρεσιν ἐμπίπτει καὶ μηδὲν ἐλλείπει· ἄτομον γὰρ ἤδη εἶναι Arist.APo.91b32, εἶδος ἄ. forma, especie indivisible op. γένος Arist.Metaph.1034a8, κατὰ τὸ οἰκεῖον καὶ ἄτομον εἶδος Arist.de An.414b27, αἱ ἄτομοι τριάδες las especies ‘tres’ (op. los géneros ‘número’ o ‘impar’), Arist.APo.96b11
•individual οὐκ ἔστι τὸ ἓν ἀριθμῷ λαβεῖν καὶ ἄτομον no es posible tomar una unidad numérica e individual Plot.6.2.22, ἄτομος οὐσία Leont.Byz.M.86.1193A
•subst. τὸ ἄτομον = lo individual, el individualismo ἁπλῶς δὲ τὰ ἄτομα καὶ ἐν ἀριθμῷ κατ' οὐδενὸς ὑποκειμένου λέγεται Arist.Cat.1b6, cf. 3b12, οὐ γὰρ οἷον τε εἰδέναι πρὶν εἰς τὰ ἄτομα ἐλθεῖν pues no es posible conocer(lo) hasta bajar a los términos individuales Arist.Metaph.994b21
•individualidad (op. εἶδος y γένος): πᾶσαι γὰρ αἱ ἀπὸ τούτων κατηγορίαι ἤτοι κατὰ τῶν ἀτόμων κατηγοροῦνται ἢ κατὰ τῶν εἰδῶν Arist.Cat.3a35, cf. 3b2, 7, Plot.6.2.2, 3.1, 7.17, Leont.Byz.M.86.1917A, Thdt.Eran.33
•op. πρόσωπον y ὑπόστασις: οἱ γὰρ ἐκκλησιαστικοὶ τὰ ἄτομα ... οὔτε πρόσωπον καλοῦσι οὔτε ὑπόστασιν Leont.Byz.M.86.1193A, cf. Cyr.Al.M.77.1149A.
III adv. ἀτόμως = indivisiblemente ἐνδέχεται ... ἄλλο ἄλλῳ μὴ ὑπάρχειν ἀτόμως Arist.APo.79b21, cf. 79a3.
German (Pape)
[Seite 387] 1) ungeschnitten, λειμών, nicht abgemähte Wiese, Soph. Tr. 199; vom Bart, ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI, 509 e. – 2) nicht zu zerschneiden, unteilbar, Plat. Soph. 229 d; ἡ ἄτομος bei Demokrit das Atom, der letzte untheilbare Stoff, woraus nach ihm Alles besteht, Cic. Fin. 1, 6. Auch von der Zeit, ἐν ἀτόμῳ, plötzlich, I. Cor. 15, 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non coupé;
2 qu'on ne peut couper, indivisible ; ἡ ἄτομος (οὐσία) corpuscule indivisible ou atome, élément constitutif de la matière;
NT: partie indivisible du temps, moment, instant.
Étymologie: ἀ, τέμνω.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and the base of τομώτερος; uncut, i.e. (by implication) indivisible (an "atom" of time): moment.
English (Thayer)
ἀτομον (τέμνω to cut), that cannot be cut in two or divided, indivisible (Plato, Sophocles 229d.; of time, Aristotle, phys. 8,8, p. 263b, 27): ἐν ἀτόμῳ in a moment, 1 Corinthians 15:52.
Greek Monolingual
ἄτομος, -ον (AM)
1. άρτιος, ανελλιπής
2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπεί
αρχ.
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση
3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἄτομος
το άτομο
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τομος < τέμνω.
Greek Monotonic
ἄτομος: -ον (τέμνω)·
I. άκοπος, αθέριστος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, αδιαίρετος, σε Πλάτ.· ἐν ἀτόμῳ, ακαριαία, μονομιάς, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἄτομος: 1) нескошенный, несжатый (λειμών Soph.);
2) неделимый (ἄ. ἤ τινα ἔχων διαίρεσιν Plat.; οὐκ ἔστιν ἄτομα μεγέθη Arst.): ἄτομα σώματα Democr. ap. Arst. атомы; ἐν ἀτόμῳ (sc. χρόνῳ) NT в мгновение ока.
II ἡ (sc. οὐσία) атом Plut., Cic.
Middle Liddell
τέμνω
I. uncut, unmown, Soph.
II. that cannot be cut, indivisible, Plat.; ἐν ἀτόμωι in a moment, NTest.
Chinese
原文音譯:¥tomoj 阿-拖摩士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:不-切
字義溯源:不能分割,一霎時,片刻;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(τομός)=更鋒利)組成;而 (τομός)出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 一霎時(1) 林前15:52
Mantoulidis Etymological
(=ἄκοπος, ἀδιαίρετος). Ἀπό τό α στερητ.+τομή τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.