ἐνιδρύω

English (LSJ)

A set in a place, Plu.2.745c; establish in, ἕνωσις τὸ πᾶν κῦρος ἐνιδρύουσα τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.5.26:—Med., found, establish, ἐνιδρύσασθαι πόλιας, βωμοὺς καὶ τεμένεα, Hdt.1.94, 2.178:—Pass., to be established in, ἐν.. Id.4.53: c. dat. loci, Συρακούσσαις Theoc.Ep.18.5, cf. 17.102, AP10.9; κόρσῃ (v.l. κόρσην).. ἐνιδρυθεῖσα ἀλώπηξ Call.Dian.79; ταῖς ψυχαῖς, τοῖς θεοῖς, Iamb.Myst.1.5, 15; frequent, ταῖς ὁμιλίαις αὐτῆς Σειρῆνες ἐνίδρυντο Alciphr.1.38: abs., prob. cj. in E.Hipp.33.
II Act. intr., settle in, Plot.1.3.4; ταῖς μακάρων ἐνιδρῦσαι νήσοις Hierocl.in CA27p.483M.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. pres. ind. med.-pas. 3a plu. ἐνίδρυνται Theoc.Ep.18.5; jón. perf. ind. pas. 3a plu. ἐνιδρύαται Hdt.2.156]
A tr.
I gener. en v. med. y med.-pas. erigir ciudades o construcciones sacras πόλιας Hdt.1.94, ἱρά Hdt.1.166, βωμοὺς καὶ τεμένεα θεοῖσι Hdt.2.178, estatuas de culto ἄγαλμα αὐτοῦ τῷ τοῦ πατρὸς ναῷ Sardis 8.13 (I a.C.), en v. pas. ἐν δὲ αὐτῷ ἱρὸν Δήμητρος ἐνίδρυται Hdt.4.53, βωμοί Hdt.2.156, cf. IG 5(2).268.46 (Mantinea I a./d.C.), I.BI 1.403, ἄγαλμα ... αὐτόθι ἐνιδρυμένον Hdt.1.181, με Πρίηπον ... ἐνιδρυθέντα νάπῃ AP 10.9, cf. Paul.Sil.Ambo 278.
II en v. act. instalar, establecer en ταῖς ... θείαις περιφοραῖς ... τὰς Σειρῆνας ἐνιδρύων Plu.2.745c, (ἡ ἕνωσις) τὸ πᾶν κῦρος ἐνιδρύουσα τοῖς θεοῖς la unicidad, instalando toda autoridad en los dioses Iambl.Myst.5.26, en v. pas. κόρσῃ φωτὸς ἐνιδρυθεῖσα ... ἀλώπηξ alopecia instalada en la sien de un hombre Call.Dian.79, ταῖς μακάρων ἐνιδρῦσαι νήσοις τοὺς ... ὁδεύσαντας Hierocl.in CA 27.1.
B intr. gener. en v. med.-pas.
1 estar situado, encontrarse en, residir ἐν γὰρ στενοχωρίῃ τῆς διόδου ἐνίδρυται (ἡ καρδίη) Hp.Oss.19, cf. Adam.1.4, οὐκ ἐνιδρυθέντα τοῖς μέρεσιν αὐτοῦ (τοῦ σώματος) (ciertas potencias del alma) que no residen en las partes del cuerpo Plot.4.3.22, ἡ δὲ (μετουσία) ἀμετάστατος ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς Iambl.Myst.1.5, ἡ δὲ (Ἀνδρομέδα) ἐνίδρυται τῇ σκέπῃ Andrómeda es situada (en una pintura) en una oquedad Ach.Tat.3.7.2, ὅσαι ταῖς ὁμιλίαις αὐτῆς σειρῆνες ἐνίδρυντο ¡cuántas sirenas se encontraban en su trato! e.d. ¡qué gran atractivo tenía! dicho de una cortesana, Alciphr.4.11.7.
2 asentarse, establecerse τοῖος ἀνὴρ πλατέεσσιν ἐνίδρυται πεδίοισι tal hombre sienta sus reales en estas vastas planicies de Ptolomeo Soter, Theoc.17.102, τοὶ Συρακούσσαις ἐνίδρυνται Theoc.l.c., σηκῷ Maiist.52, εἰς τὸν ἐκείνου θρόνον Hld.10.23.2, fig. τὰ νοήματα ... τῷ ... γράφοντι κατὰ σχολὴν ἐνσφραγίζεται καὶ ἐνιδρύεται Ph.2.363.
3 de abstr. en v. act. apoyarse, fundamentarse en (ἡ διαλεκτικὴ) ἐνιδρύει τῷ νοητῷ la dialéctica se apoya en lo inteligible Plot.1.3.4.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἱδρύω, ἐνιδρυνθείς, Ep. ad. X, 9), hineinstellen, -setzen; Plut. ἥλιον ἐν οὐρανῷ ἐνί. δρυσεν ὁ θεός, übertr. τῇ κεφαλῇ τὸν λογισμόν, qu. Plat. 9, 1; – Med., ἔδωκε χώρους ἐνιδρύσασθαι βωμοὺς καὶ τεμένεα θεῶν, um darin zu errichten, Her. 2, 178; ἐνιδρύσαντο τείχεα θαλάσσῃ Antiphil. 16 (VII, 379); sich niederlassen, ἀνὴρ ἐνίδρυται πεδίοισιν Theocr. 17, 102; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

asseoir ou placer dans ; Pass. être établi dans;
Moy. ἐνιδρύομαι établir, construire, élever pour soi (une ville, un autel, etc.).
Étymologie: ἐν, ἱδρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιδρύω: (в чем-л.)
1 устанавливать, помещать (ἥλιον ἐν οὐρανῷ, τὸν λογισμὸν τῇ κεφαλῇ Plut.);
2 med. (прочно) утверждаться, селиться (πλατέεσσι πεδίοισι Theocr.);
3 med. воздвигать, сооружать (βωμοὺς καὶ τεμένεα θεοῖσι Her.; πόλιν Plut.; τείχεα θαλάσσῃ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ἱδρύω, τοποθετῶ ἔν τινι τόπῳ, Πλούτ. 2. 745C: - Μές., ἱδρύω, οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐνιδρύσασθαι πόλιας, βωμοὺς Ἡρόδ. 1. 94., 2. 178: - Παθ., ἐν δὲ τὸ ἱρὸν Δήμητρος ἐνίδρυται, εἶναι ἱδρυμένον ἐκεῖ, Ἡροδ. 4. 53· μετὰ δοτ. τόπου, Θεόκρ. 17. 102, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 17. 5, Ἀνθ. Π. 10. 9.

Greek Monolingual

(AM ἐνιδρύω)
ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)
μσν.
εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)
αρχ.
1. μέσ. ενιδρύομαι
χτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου
2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζω
β) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι
3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.

Greek Monotonic

ἐνιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], τοποθετώ, ιδρύω σε ένα τόπο, θεμελιώνω — Μέσ., ιδρύω, οικοδομώ για κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι σε ένα μέρος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to set in a place:—Mid. to found or build for oneself, Hdt.:—Pass. to be placed or settled in a place, Hdt.