ἐπίγραμμα

English (LSJ)

ἐπιγράμματος, τό,
A inscription, E.Tr.1191; especially of the name of the maker on a work of art, or of the dedicator on an offering, Hdt. 5.59, 7.228, Th.6.54,59.
b. sepulchral inscription in verse, epitaph, IG14.1746, etc.
c. commemorative inscription, D.20.112: hence, = ἐπιγραφή 1.4, App.Pun.94.
2. short poem, usually in elegiac verse, epigram, Hieronym.Rhod. ap. Ath.13.604f, Callistr. ap. eund. 3.125c, etc.
3. title of a work, Alex.135.4,10, D.H.Rh.8.8, Gal. 6.372, etc.; of a picture, Ael.VH9.11.
4. written estimate or demand of damages, D.38.2; title or label of a criminal charge, Arist.Rh.1374a1.
5. mark branded on a slave's forehead, Herod. 5.79.

German (Pape)

[Seite 933] τό, das darauf Geschriebene, die Aufschrift, Inschrift, Plat. Phaedr. 264 c; bes. auf Altären und Grabdenkmälern, Eur. Tr. 1191; Thuc. 6, 54. 59; wie auf Kunstwerken u. Weihgeschenken, Dem. 24, 180; der Titel einer Schrift, D. Hal. rhet. 8; die Angabe der Sache durch den Titel, vgl. Ael. V. H. 9, 11; z. B. im Prozess die Angabe der Strafsumme, auf die der Kläger anträgt, τὸ ἐπίγραμμα οὐχ ὁμολογοῦσιν Arist. rhet. 1, 14, wie Dem. 38, 2 πρὸς τριάκοντα μνῶν ἐπίγραμμα ὑπὲρ τοσούτων χρημάτων εἰς ἀγῶνα καθέσταμεν, wir sind, während der Kläger auf dreißig Minen angetragen, die Strafe abgeschätzt hat, in Gefahr gekommen, ein so bedeutendes Vermögen zu verlieren; vgl. Meier u. Schömann att. Proc. S. 178. – Jene Inschriften auf Weihgeschenken u. Grabmälern waren gewöhnlich in Distichen abgefaßt; daher später ein kurzes Gedicht in Distichen auch von anderm Inhalte, z. B. erotischem u. scherzhaftem, so genannt wird. wie die Sammlung der Epigramme in der Anthologie zeigt. Vgl. Jacobs del. epigr. praef. V ff, – Bei App. Punic. 8, 94 = Ruhm, s. ἐπιγραφή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui est écrit sur :
1 inscription;
2 titre d'un ouvrage ou d'un tableau;
II. écrit contre, mémoire à l'appui d'une demande de dommages-intérêts.
Étymologie: ἐπιγράφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγραμμα: ατος τό
1 надпись (посвящение, подпись автора, надгробие, заглавие и т. п.) (σῆμα ἐ. τι ἔχον Thuc.; ἐν τοῖς Ἑρμαῖς Dem.);
2 эпиграмма, элегическое двустишие (из гексаметра и пентаметра) (ἐ. Δηλιακόν Arst.);
3 юр. памятная записка (о денежных претензиях), денежное требование Arst., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγραμμα: τό, (ἐπιγράφω) ἐπιγραφή, Εὐρ. Τρῳ. 1191· ἰδίως ἐπὶ ἔργου τέχνης ἢ ἀφιερώματος ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ ποιήσαντος ἢ ἀφιερώσαντος. Ἡρόδ. 5. 59., 7. 228, Θουκ. 6. 54, 59:-ἀκολούθως, ἐπειδὴ τὰ ἐπιγράμματα ἐκ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων ἦσαν ἔμμετρα (πρβλ. Ἡρόδ. καὶ Θουκ. ἔνθ’ ἀνώτ.). ἡ λέξις ἔλαβε τὴν σημερινὴν αὑτῆς σημασίαν δηλοῦσα βραχὺ ποίημα συνήθως ἐν μέτρῳ ἐλεγειακῷ δι’ οὗ ἐκτίθεται περιληπτικῶς καὶ γλαφυρῶς εὐφυές τι διανόημα ἢ γεγονός τι ἄξιον μνήμης: συχνάκις ἐπιγράμματα καλοῦνται καὶ αἱ ἔμμετροι ἐπιτύμβιοι ἐπιγραφαί, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 646. 1 κ. ἀλλ.- Ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία περιέχει περίπου 4500 πεποιημένα ὑπὸ 300 περίπου ἐπιγραμματοποιῶν. 2) ἐπιγραφή τις πρὸς διαμνημόνευσιν συμβάντος τινὸς κτλ… Δημ. 491. 4: ἐντεῦθεν = ἐπιγραφὴ Ι. 2, Αππ. Καρχηδ. 94. 3) ὄνομα ἢ ἐπιγραφὴ βιβλίου, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 4 καί 10, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 8, κτλ.· εἰκόνος, Αἰλ Ποικ. Ἱστ. 9. 11. 4) ἔγγραφος ἐκτίμησιςἀπαίτησις ἀποζημιώσεως, Δημ. 985. 11, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 13, 9.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίγραμμα) επιγράφω
1. ποίημα (σε ελεγειακό συνήθως μέτρο) με σοβαρό ή σατιρικό περιεχόμενο
2. σύντομη έμμετρη κρίση ή εκτίμηση που αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα
3. επιγραφή («αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ' Ἑλλάδι», Ευρ.)
4. έμμετρη επιτύμβια επιγραφή
5. αναμνηστική επιγραφή
αρχ.-μσν.
1. (για εικόνα) επιγραφή
αρχ.
1. τίτλος συγγράμματος («Ἀντιφῶντι δὲ τῷ ῥήτορι λόγος μὲν γέγραπται ἔχων ἐπίγραμμα περὶ ταῶν», Αθήν.)
2. έγγραφη εκτίμηση ή αίτηση καταβολής ζημιών
3. το αντικείμενο της κατηγορίας
4. σημάδι στο μέτωπο δούλου.

Greek Monotonic

ἐπίγραμμα: -ατος, τό (ἐπιγράφω),
I. επιγραφή, σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως λέγεται στην ποίηση, επίγραμμα, συνήθως στους Ελεγειακούς.
II. έγγραφη αποτίμηση ζημιών, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπίγραμμα, ατος, τό, ἐπιγράφω
I. an inscription, Hdt., Thuc.:—esp. in verse, an epigram, commonly in Elegiacs.
II. a written estimate of damages, Dem.

Lexicon Thucydideum

inscriptio, inscription, 6.54.7, 6.59.3.