ἐπίκριμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = Lat. decretum, OGI453.23 (Aphrodisias, M. Antonius), 669.28 (Egypt, i A.D.); Καίσαρος Epist. ap. J.AJ19.6.3.

German (Pape)

[Seite 953] τό, Entscheidung, Befehl, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῐμα: τό, τὸ δόξαν, ἀπόφασις, προσταγή, Συλλ. Ἐπιγρ. 2723a. 23., 4957. 28.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίκριμα)
φρ. «κλητήριον επίκριμα» — κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που του αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος
αρχ.
ένταλμα, απόφαση.

Translations

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman