ἐπιζεύγνυμι
English (LSJ)
and ἐπιζευγνύω,
A join at top, Hdt.7.36; τοὺς κίονας τοῖς ἐπι στυλίοις Plu.Per.13; τοὺς δακτύλους τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπὶ τὴν ἑτέραν ἐ. Arist.Pr.912b14; simply, bind fast, χεῖρας ἱμᾶσι Theoc.22.3.
2. join to, πώλοις.. τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον A.Eu.405: metaph., ἐπέζευκται κοινὸν ὄνομά [τινι καί τινι] Arist.HA531b22, cf. Rh. 1407b19; θνητὸν βίον ἀθανάτῳ ἐ. Ph.1.209; μηδ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμῃ πονηρᾷ nor let thy mouth be joined to evil sayings, A.Ch.1044: Math., ἐπεζεύχθω ἀπὸ κτλ. let the point A be joined to the point B, Arist.Mete.376a17.
II. enclose, join up, of hills, Plb.1.75.4, 3.49.7.
III. ἐπεζευγμένον, τό, minor premise of a disjunctive syllogism, Chrysipp. ap. S.E.P.2.158.
German (Pape)
[Seite 941] (s. ζεύγνυμι), anjochen, bespannen, πώλοις ἀκμαίοις τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον Aesch. Eum. 383; übertr., μήτ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμαις πονηραῖς Ch. 1040, nimm nicht Worte böser Vorbedeutung in den Mund. – Übh. verbinden, κορμοὺς αὖθις ἐπεζεύγνυον Her. 7, 36, χεῖρας ἐπιζεύξαντα μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν Theocr. 22, 3, S0., wie Plut. Pericl. 13; in tmesi, χαίταισι ζευχθέντες ἔπι στέφανοι Pind. Ol. 3, 6; – darüberspannen, γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. V. Hist. 2, 43; – hinzufügen, κοινὸν ὄνομα οὐδὲν ἐπέζευκται Arist. H. A. 4, 7, vgl. rhet. 3, 5; D. Sic. 12, 20; – umgeben, γεωλόφων ἐπιζευγνύντων τὸν αὐχένα Pol. 1, 75, 4, θάλαττα τὴν μίαν πλευρὰν ἐπιζεύγνυσι 3, 49, 7.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιζεύξω;
I. attacher à :
1 atteler : πώλοις ἐπ. ὄχον ESCHL de jeunes coursiers à un char ; fig. ἐπ. στόμα φήμαις πονηραῖς ESCHL litt. atteler sa bouche au joug de paroles mauvaises, càd prononcer de mauvaises paroles;
2 p. ext. attacher à ; rattacher : τί τινι une chose à une autre;
3 simpl. attacher;
II. joindre par-dessus : γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος LUC pont jeté sur l'eau (d'une rive à l'autre).
Étymologie: ἐπί, ζεύγνυμι.
English (Slater)
ἐπιζεύγνυμι bind upon c. acc., & dat. χαίτασι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6)
Greek Monolingual
ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α)
1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.)
2. δένω σφιχτά
3. δένω (τον ζυγό)
4. συνάπτω
5. περιλαμβάνω, περικλείω
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον
η ελάσσων πρόταση του διαζευκτικού συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζεύγνυμι «ζεύω»].
Greek Monotonic
ἐπιζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω,
1. δένω, συνδέω στο πάνω μέρος, σε Ηρόδ., Πλούτ.· απλώς, δένω σφιχτά, ενώνω γερά, σε Θεοκρ.
2. δένω πάνω σε, συνάπτω, Λατ. adjungere, σε Αισχύλ.· μεταφ. στην Παθ., μηδ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμαις πονηραῖς, ούτε να αφήσεις το στόμα σου να ενδώσει σε πονηρά λόγια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιζεύγνῡμι: ион. ἐπιζευγνύω
1 связывать (κορμοὺς ξύλων Her.; χεῖρας ἱμᾶσιν Theocr.);
2 вплетать (τοὺς δακτύλους τῆς ἑτέρας χειρὸς ἐπὶ τὴν ἑτέραν Arst.; χαίταισι ζευχθέντες ἔπι στέφανοι Pind.);
3 запрягать (πώλοις ἐ. ὄχον Aesch.);
4 присоединять (τοὺς κίονας τοῖς ἐπιστυλίοις Plut.);
5 соединять: τοῦτο ἐπέζευκται κοινὸν ὄνομα Arst. это объединено общим наименованием; γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. мост, перекинутый через реку; μὴ ἐπιζευχθῇ στόμα φήμῃ πονηρᾷ Aesch. пусть уста не осквернятся злоречием;
6 проводить, чертить (γραμμὴν ἀπό τινος ἐπί τι Arst.);
7 окружать, окаймлять (γεώλοφοι ἐπιζευγνύντες τι Polyb.).
Middle Liddell
and -ύω fut. -ζεύξω
1. to join at top, Hdt., Plut.: simply to bind fast, Theocr.
2. to join to, Lat. adjungere, Aesch.:—metaph. in Pass., μηδ' ἐπιζευχθῇς στόμα φήμαις πονηραῖς nor let thy mouth be given to evil sayings, Aesch.