ὑπόβασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ὑποβαίνω)
A going down, retiring, of the Nile floods, Str.17.1.4; καθ' ὑπόβασιν = downwards, in bandaging, Sor. Fasc.58; καθ' ὑπόβασιν τῆς τῶν πρωτείων τάξεως downwards through the series, Ptol.Tetr.46; οὕτω καθ' ὑπόβασιν μέχρις ἀπείρου = and so on ad infinitum, S.E.M.9.306, cf. P.3.87; successive diminution, of the terms in a series, opp. προκοπή, Iamb. in Nic.p.19P.
2 in Neoplatonism, declension, descent from eternity to the world, etc. (v. ὑποβαίνω IV), Procl. in Prm.p.492 S., Inst.21,97, al., in Ti.2.206 D., al., Aristid.Quint.3.10; ὑ. ἑβδοματική Dam.Pr.205; ἡ κατ' οὐσίαν αὐτῶν ὑπεροχή τε καὶ ὑ. Hierocl. in CA 1p.419M., cf. Simp. in Ph. 774.21.
3 moral declension, Plot.1.8.7; declension from perfect health, Aët.4.1.
II stooping down or crouching down, especially of a horse that lowers itself to take up the rider, X.Eq.1.14; cf. ὑποβιβάζω ΙΙ.
III basement, pedestal, foot, Semus 15, Test.Epict.8.23, IGRom.4.685.16 (Sebaste), J.AJ8.3.6.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, 1) das Herabgehen od. Rückwärtsgehen, dah. der Rückschritt, die Abnahme, S. Emp. adv. phys. 1, 306. – 2) das Niederlassen auf das Knie, die gebückte Stellung, bes. des Pferdes, welches den Leib streckt, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 1, 14. – 3) die Grundlage, das Fußgestell, die Basis, Sp.; – Hesych. erkl. auch ὁ ἐνδότατος χιτὼν ἢ περίζωμα.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
décroissance, baisse (des eaux, etc.).
Étymologie: ὑποβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόβᾰσις: εως ἡ
1 движение вниз, понижение: καθ᾽ ὑπόβασιν Sext. по направлению вниз, в убывающем порядке;
2 наклон, легкое приседание (о лошади в момент посадки всадника) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβᾰσις: -εως, ἡ, (ὑποβαίνω) «χαμήλωμα», ὑποχώρησις, ἐπὶ ὕδατος, Στράβ. 789· διαδοχή, βαθμολογικὴ διάταξις, Κλήμ. Ἀλεξ. 817. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζεσθαι, ἐπὶ ἵππου ὅστις χαμηλώνει ἑαυτὸν ὅπως δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsessio, Ξεν. Ἱππ. 1, 14· πρβλ. ὑποβιβάζω. ΙΙΙ. βάσις, ὑπόβαθρον, τρίποδα τὴν ὑπόβασιν ἔχοντες τρίποδες ὠνομάζοντο Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, viii. 23., 3884. 16, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 8, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόβασις· ὁ ἐνδότατος χιτών. ἢ περίζωμα».

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. υπόβαση.

Greek Monotonic

ὑπόβᾰσις: -εως, ἡ (ὑποβαίνω), χαμήλωμα, κάθοδος, υποχώρηση· σκύψιμο με λύγισμα των ποδιών, ιδίως λέγεται για άλογο που χαμηλώνει για να δεχθεί αναβάτη, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπόβᾰσις, εως, ὑποβαίνω
a going down: a crouching down, especially of a horse that lowers itself to take up the rider, Xen.