ὑπόθεμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = ὑπόθημα, base, Ph.Bel.53.24, 57.34, Hero Bel. 97.8, Apollod.Poliorc.143.10, Plu.2.1011d.
II ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ = on the security of land, SIG672.25 (Delph., ii B. C.), CIG2048 (Philippopolis); ἐπὶ ὑποθέμασιν ἀξιοχρέοις Inscr.Cos383.9, cf. SIG976.48 (Samos, ii B. C.); ὑποθέματα (corrected to ὑποθήκας) λαβεῖν τῶν τε οἰκιῶν καὶ κτημάτων PCair.Zen.640.11 (iii B. C.); ἔχω τῶν μωστίων ὑπόθεμα δραχμὰς τ BGU1523.7 (iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
base.
Étymologie: ὑποτίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόθεμα: ατος τό основа, основание (βάσεις καὶ ὑποθέματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόθεμα: τό, = ὑπόθημα, Πλούτ. 2. 1011D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2048.
τό, ὑποθήκη, Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 163: ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ. Τῆς σημασίας ταύτης ἓν μόνον ἐκ Θηραϊκῆς ἐπιγραφῆς ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. παράδειγμα, ἔνθα ὅμωςλέξις ὑπόθεμα δὲν ἦτο ὁλόκληρος· δι’ ὃ ἀνέγραψα ἐδῶ καὶ τὸ ἐκ τῆς Δελφικῆς, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

το / ὑπόθεμα, ΝΑ ὑποτίθημι
καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση
νεοελλ.
1. (φαρμ.) το υπόθετο
2. βοτ. το τμήμα του δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση του εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα και τον υπόλοιπο κορμό του νέου φυτού
3. (μυκητ.) χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο στρώμα υφών που βρίσκεται κάτω από τα καρποσώματα τών μυκήτων
αρχ.
υποθήκη («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», επιγρ.).