ανάδοση
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
η (Α ἀνάδοσις)
(για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση
νεοελλ.
1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα
2. πρωινή δροσιά
αρχ.
1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα
2. εκπνοή
3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση
4. έμπνευση, παρόρμηση
5. (για γνώσεις) αφομοίωση, εμπέδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδοσιά Ι].