αλίμονο

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του
β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση
γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο
εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή επιβεβαίωση («αλίμονό μου», «αλίμονο σε σένα», «αλίμονο τί έπαθα», «αλίμονο που θα μείνει μόνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίας
κατά μία άποψη η λ. προήλθε από το ευαγγελικό επιφώνημα ἠλὶ ἠλὶ (τα τελευταία λόγια του Χριστού πάνω στον Σταυρό) και το επιφώνημα που προτάσσεται (βλ. και αλί). Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική φράση ἀλλοἴμοι (πρβλ. και γραφή αλλοίμονο). Τέλος, κατά τον Φιλήντα, το επιφώνημα αλίμονο προήλθε από την επιφωνηματική φράση αλί (σε) μένα > αλίμενα > αλίμενο > αλίμονο].