άνεση
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
η (AM ἄνεσις) ανίημι
1. έλλειψη βιασύνης
2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών
3. ξεκούραση, χαλάρωση
νεοελλ.
1. ευκολία ζωής, βόλεμα
2. φρ. «οικονομική άνεση» — οικονομική ευχέρεια, ευπορία
μσν.
1. ευθυμία
2. ικανοποίηση
αρχ.
1. μείωση, ύφεση
2. απόλαυση, ακολασία
3. (για έγχορδα μουσικά όργανα) χαλάρωμα των χορδών.