ἀναρίθμητος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰρίθμητος Medium diacritics: ἀναρίθμητος Low diacritics: αναρίθμητος Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anaríthmētos Transliteration B: anarithmētos Transliteration C: anarithmitos Beta Code: a)nari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be counted, countless, Pi.O.7.25, Hdt.1.126, 7.190,211, al.; of time, immeasurable, S.Aj.646.    2 unregarded, E.Ion837, Hel.1679.

German (Pape)

[Seite 205] 1) unzählbar, unermeßlich, ἀμπλακίαι Pind. N. 7, 25; χρόνος Soph. Ai. 637; στρατιά Isocr. 4, 93; μυριάδες Plat. Theaet. 175 a;λεία Plut. Luc. 4. – 2) nicht gezählt, nicht geachtet, Eur. Ion. 837 Hel. 1695. – 3) akt., der nicht zählen kann?

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰρίθμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, ἀμέτρητος, πολύς, ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ ἐναρίθμιος, ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», ἀσήμαντος, ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 innombrable;
2 infini.
Étymologie: ἀ, ἀριθμέω.

English (Slater)

ἀνᾰρίθμητος, -ον
   1 countless ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι (O. 7.25)

Spanish (DGE)

-ον
I 1innumerable ἀμπλακίαι Pi.O.7.25, πόνοι Hdt.1.126, ἄνδρες Hdt.7.190, μυριάδες Ar.V.1011, προγόνων μυριάδες Pl.Tht.175a, cf. Plot.2.3.6, πλῆθος Plb.2.29.6, πρόβατα LXX 3Re.8.5, πάθη Longin.22.1, κακοί Phld.Ir.p.18
subst. κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων Hdt.7.211, ὥστε τῶν ἀναριθμήτων εἶναι δοκεῖν τὴν πᾶσαν τάξιν de modo que todo el grupo parece entrar en la categoría de las cosas innumerables Arist.Cael.292a12.
2 inconmensurable ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος S.Ai.646.
II no tenido en cuenta, de clase baja op. εὐγενεῖς E.Hel.1679, Io 837.
III adv. -ως en innumerables sentidos Aët.Synt.p.359.13.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of ἀριθμέω; unnumbered, i.e. without number: innumerable.

English (Thayer)

ἀναρίθμητον (alpha privative and ἀριθμέω), innumerable: Pindar down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναρίθμητος, -ον) αριθμώ
αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύς
αρχ.
αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος.