Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄππα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄππα Medium diacritics: ἄππα Low diacritics: άππα Capitals: ΑΠΠΑ
Transliteration A: áppa Transliteration B: appa Transliteration C: appa Beta Code: a)/ppa

English (LSJ)

   A = πάππα, ἄττα (Maced., acc. to EM167.32), Call.Dian.6, BGU714.15, al.

German (Pape)

[Seite 337] Väterchen, Callim. Dian. 6, vgl. ἄττα.

French (Bailly abrégé)

indécl.
c. ἀπφά.

Spanish (DGE)

v. ἄπα.

Greek Monolingual

ἄππα (Α)
(προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. είναι πιθ. διαλεκτική (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό appakke «πατέρας»].