εκτοπίζω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκτοπίζω)
απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω
νεοελλ.
1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω
2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση του
3. βάζω στην άκρη, παραμερίζω («οι νέες ιδέες εκτόπισαν τις παλιές»)
4. (με εχθρ. έννοια) απωθώ τον εχθρό από τις θέσεις του
αρχ.
1. μεταστρέφω, μεταβάλλω
2. (αμτβ.) (κυρ. για πουλιά ή ψάρια) αποδημώ, μεταναστεύω
3. (για ρήτορα) μέσ. απομακρύνομαι από το θέμα μου, περιφέρομαι
4. αποφεύγω, ξεφεύγω.