έμβλημα

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔμβλημα)
εικόνα, παράσταση η οποία χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα («η γλαυξ έμβλημα της Αθηνάς και της παιδείας», «ο Άγιος Γεώργιος έφιππος έμβλημα του πεζικού» κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ρητό ή φράση ως διακριτικό γνώρισμα στρατιωτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ομάδων, συλλόγων κ.λπ. («αἰὲν ἀριστεύειν», «ὁ τολμῶν νικᾲ» κ.λπ.)
2. σημαία, εθνόσημο, ορόσημα, σφραγίδα, θυρεός κ.λπ. ως σύμβολα κρατικής κυριαρχίας
3. διακριτικό γνώρισμα επιχείρησης
αρχ.
1. οτιδήποτε εμβάλλεται ή προσαρμόζεται σε κάτι άλλο («τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῡ ξύλου» — το κομμάτι ξύλου που προσαρμόζεται στη λόγχη)
2. ο οφθαλμός, το μπόλι ήμερου δέντρου σε άγριο
3. ψηφιδωτό, μωσαϊκό
4. πέλμα, πάτος που τοποθετούσαν μέσα στο υπόδημα κατά τον χειμώνα
5. φράγμα
6. μισθός, αμοιβή
7. πρόστιμο.