ἐξέρπω
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
aor.
A ἐξείρπῠσα Arist.HA599a26, Aret.SD2.13:—creep out of, ἔκ τινος Ar.Nu.710. 2 abs., creep out or forth, of a lame man, S.Ph.294; εἴ τις ἐξέρποι θύραζε Ar.Eq.607; of insects, Arist.HA 550a5, 599a26. II generally, go out, Hp.Vict.1.24; go forth, of an army or general, οὐ ταχὺ ἐξέρπει X.An.7.1.8, cf. Chiloap.D.L.1.73. 2 go away, ὑγιὴς ἐξῆρπε IG4.951.97 (Epid.). III trans., make to come forth, produce, βατράχους LXXPs.104(105).30.
German (Pape)
[Seite 878] dasselbe, hervorkriechen, herausschleichen, vom hinkenden Philoktet, Soph. Phil. 294; ἐκ τοῦ σκίμποδος, von den Wanzen, Ar. Nubb. 709; vom Heere, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, es rückt langsam aus, schleicht nur so, Xen. An. 7, 1, 8. – Uebh. hervorkommen, Chilo bei D. L. 1, 73. – Bei Sp. auch trans., hervorbringen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέρπω: ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― ἕρπω ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., ἕρπω ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· φεύγω κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., κάμνω νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, ἐξάγω, ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).
French (Bailly abrégé)
1 ramper hors de, se traîner hors de;
2 se dérouler, se développer en parl. d’une armée.
Étymologie: ἐξ, ἕρπω.
Greek Monolingual
ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῡ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.