Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγκύλη

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η (Α ἀγκύλη) ἀγκύλος
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες
1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα του λόγου
2. Μαθημ. το σύμβολο []. Χρησιμοποιείται στη γραφή παραστάσεων που αναφέρονται σε σύνολα εφοδιασμένα με πράξεις, για την αποσαφήνιση της σειράς με την οποία νοούνται οι σημειωμένες πράξεις και έτσι την αποφυγή παρερμηνείας
αρχ.
1. καμπή, κλείδωση του αγκώνα, του καρπού ή του γόνατου
2. σκλήρυνση και κύρτωση των αρθρώσεων, αγκύλωση
3. βρόχος, θηλιά
4. ιμάντας ακοντίου
5. ακόντιο
6. χορδή τόξου
7. γάντζος, άγκιστρο, κρίκος.