ενδέχομαι

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνδέχομαι
Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι)
1. απρόσ. ενδέχεται
είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)
2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος
αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά»)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το ενδεχόμενο(ν)
πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για κάθε ενδεχόμενο»)
αρχ.-μσν.
ταιριάζει, πρέπει
μσν.
1. μπορώ
2. είμαι υποχρεωμένος
αρχ.
1. αναλαμβάνω
2. αποδέχομαι, επιδοκιμάζω («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», Ηρόδ.)
3. δίνω πίστη σε κάποιον, πιστεύω
4. (για πράγμ.) επιτρέπω («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται ἄλλως εἶναι», Αριστοτ.).