αναρρήγνυμι
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
ἀναρρήγνυμι και -ύω (Α)
1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι
2. ανορύσσω, εκσκάπτω
3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω
5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει
6. (για στόμα) κρατώ ορθάνοιχτο
7. (αμτβ.) βγαίνω στην επιφάνεια, ξεσπώ.