λαγαίω
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
A release: inf. λαγαίεν GDI4982.4, 4989.6 (Crete): 3sg. aor. subj. λαγάσει Leg.Gort.1.9, al.: aor. inf. λαγάσαι GDI4979.46, Leg.Gort.1.5; cf. λαγάσσαι.
French (Bailly abrégé)
relâcher.
Étymologie: DELG cf. lat. langueo.
Greek Monolingual
λαγαίω (Α)
επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ- + κατάλ. -αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ-ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg-της ΙΕ ρίζας (s)lēg- «χαλαρός, άτονος» (πρβλ. λήγω) και εμφανίζει φωνήεν -α- αντί του αναμενόμενου -ε- (πρβλ. ῥήγνυμι: ἐρράγην). Στην ίδια βαθμίδα ανάγονται και οι τ. λαγγάζω, λαγαρός, λάγνος, λαγών].