λῶρος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A lorum, thong, Sch.Ar.Ach.724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. in Hp.1.211 D. II = χρυσήλατος ἐπωμίς, Lyd.Mag.2.2. III arch, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.Aed.1.1.
German (Pape)
[Seite 76] ὁ, das lat, lorum, der Riemen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῶρος: ὁ, = λῶρον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 765.
Greek Monolingual
ο (AM λῶρος)
δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας
νεοελλ.
ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος
μσν.
1. είδος αψίδας
2. χρυσή επωμίδα
3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων
4. είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum, -i και σπάνια lōrus,-i «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρον)].