ἀκροατής
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hearer, of persons who come to hear a public speaker, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.286, etc.; disciple, pupil, Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2. II reader, Plu.Thes.1, Lys.12.
German (Pape)
[Seite 82] ὁ, Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, ὁμιλητής, μαθητής, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ ἀναγνώστης, Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 auditeur ; disciple;
2 lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀκροᾱτής) -οῦ, ὁ
1 oyente Hp.Nat.Hom.1, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.Cith.fr.6, LXX Si.3.29, Demetr.Eloc.222, Ph.1.217, Plu.2.17a, D.C.59.5.4, ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν por fuerza el oyente ha de ser simple espectador o juez Arist.Rh.1358b2
•oyente, para nosotros lector por la especial difusión de la literatura por lecturas públicas, dicho por el escritor al dirigirse a sus propios lectores πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκειοῦσθαι que conviene sólo a cierta clase de lectores Plb.9.1.2, cf. 5, εὐγνωμόνων ἀκροατῶν benévolos lectores Plu.Thes.1
•plu. fieles en los templos, Hippol.Haer.5.8.29.
2 árbitro, mediador ὁ στρατηγὸς ἀ. [ἀπ] εφήνατο PCol.285.14 (IV d.C.), τῆς ὑποθέσεως Stud.Pal.3.402.3 (VI d.C.), cf. PLond.1708.151 (VI d.C.), Epiph.Const.Haer.71.1 (p.250.9).
3 discípulo, de la escuela de c. gen. Θάλητος Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2, Plu.2.840b, Herm.Vis.1.3.3.
English (Strong)
from akroaomai (to listen; apparently an intensive of ἀκούω); a hearer (merely): hearer.
English (Thayer)
(οῦ, ὁ (ἀκροάομαι (see the preceding word)), a hearer: τοῦ νόμου, τοῦ λόγου, Thucydides, Isocrates, Plato, Demosthenes, Plutarch.)
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) ἀκροῶμαι
1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει
2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ.
νεοελλ.
αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι εγγεγραμμένος ως κανονικός φοιτητής, χωρίς όμως και να έχει ούτε τα δικαιώματα, ούτε και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών
αρχ.
1. μαθητής, οπαδός
2. αναγνώστης.