αλαζών

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

(-όνος), ο, η (Α ἀλαζών)
ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
αρχ.
ως ουσ.
1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί
2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας
3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ἀλαζών-όνος προήλθε από το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική φυλή. Επομένως το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες με σημασιολογική επέκταση και παράλληλη μορφολογική εξέλιξη χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και στις γαλλικές le vandale (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ επέκταση «κτηνώδης, βίαιος, βάναυσος, αγράμματος») και ostrogoth (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ επέκταση «αγροίκος, οργίλος, δύστροπος»)
πρβλ. και νεοελλ. βάνδαλος.
ΠΑΡ. αλαζονεύομαι, αλαζονικός].