ἀμαρύσσω

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰρύσσω Medium diacritics: ἀμαρύσσω Low diacritics: αμαρύσσω Capitals: ΑΜΑΡΥΣΣΩ
Transliteration A: amarýssō Transliteration B: amaryssō Transliteration C: amarysso Beta Code: a)maru/ssw

English (LSJ)

[ᾰμ], Ep., only pres. and impf.,

   A sparkle, twinkle, glance, of the eye, ἐκ δέ οἱ ὄσσων πῦρ ἀμάρυσσεν Hes. Th.827; πυκνόν or πύκν' ἀμαρύσσων darting quick glances, h.Merc.278; φολίδων στικτοῖσιτύποις ἀμάρυσσεν ὀφίτης Nonn.D.18.79:—Med., of light, colour, etc., A.R. 4.178, 1146; ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP9.668 (Marian.), cf. Nonn. D.5.77, al.    II Act., shoot forth, dart, πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29.    2 dazzle, Nonn.D.5.485.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰρύσσω: [ᾰμ], Ἐπ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «στίλβω, λάμπω» (Ἡσύχ.), ἐκπέμπω. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― οὕτως ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών, Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = ἐκπέμπω, ἐξακοντίζω, πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω).

French (Bailly abrégé)

1 intr. lancer des éclairs, briller;
2 tr. faire briller, acc. ; Pass. jaillir comme un éclair, briller.
Étymologie: ἀ prosth., R. Μαρ briller ; cf. μαρμαίρω.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰρύσσω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I intr. centellear, destellar esp. de los ojos ἐκ δέ οἱ ὄσσων ... πῦρ ἀμάρυσσεν Hes.Th.827, φολίδων στικτοῖσι τύποις ἀμάρυσσεν Nonn.D.18.79
c. ac. neutr. adv. πυκνὸν ... ἀμαρύσσων lanzando rápidas miradas, h.Merc.278
en v. med. mismo sent. destellar, resplandecer, brillar φέγγος A.R.4.1146, αἴγλη Nonn.D.5.77, 7.209, Synes.Hymn.1.133, ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP 9.668 (Marian.).
II tr.
1 hacer destellar πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29, δόμος ... ἀμάρυσσε λίθων ... αἴγλην Nonn.Par.Eu.Io.5.1.
2 deslumbrar ὀφθαλμοὺς ἀμάρυσσεν ... αἴγλη Nonn.D.5.485.

• Etimología: Forma c. prótesis de la raíz que se encuentra en μαρμαίρω q.u.

Greek Monolingual

ἀμαρύσσω (Α)
(ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - προθεματικό και θ. μαρ- (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα -ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα
αρχ.-μσν.
ἀμαρυγή
μσν.
ἀμάρυξις].